Τις σκοτεινές νύχτες χωρίς φεγγάρι, είναι ευκολότερο να χαρούμε τα άστρα του ουρανού. Τότε μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το χρώμα και η ένταση της λάμψης τους μεταβάλλονται για κλάσματα του δευτερολέπτου. Τη μια στιγμή φαίνεται, για παράδειγμα, ένα αστέρι θαμπό και κοκκινωπό, και την άλλη φωτεινό και γαλάζιο.
Τα άστρα που είναι πιο κοντά στον ορίζοντα μοιάζουν να τρεμοπαίζουν εντονότερα από αυτά που είναι ψηλά στον ουρανό. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ότι το φως τους επηρεάζεται από τη γήινη ατμόσφαιρα. Όταν ένα άστρο βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, το φως του πρέπει να διαπεράσει ένα πιο παχύ στρώμα αέρα απ’ ό,τι το φως άλλων αστεριών, που βρίσκονται ψηλά στον ουρανό, με αποτέλεσμα να υπόκειται σε περισσότερες διαθλάσεις.
Δε συμβαίνει το ίδιο και με τους πλανήτες, όπως η Αφροδίτη και ο Κρόνος. Η ένταση του φωτός των πλανητών είναι πολύ πιο σταθερή, καθώς αυτοί βρίσκονται πολύ πιο κοντά στη Γη απ’ ό,τι τα άστρα. Ενώ τα άστρα μοιάζουν με κουκκίδες, οι πλανήτες φαίνονται αισθητά μεγαλύτεροι στον ουρανό, και γι’ αυτό το φως τους είναι δυσκολότερο να αλλοιωθεί.
Τα άστρα τρεμοπαίζουν 40 περίπου φορές το δευτερόλεπτο, ταχύτερα απ’ ό,τι μπορεί να αντιληφθεί το ανθρώπινο μάτι. Για το λόγο αυτό, το μάτι μας αντιλαμβάνεται μόνο τις πιο αργές διακυμάνσεις του φωτός, που διαρκούν τουλάχιστον 1/15 του δευτερολέπτου.
Οι αστρονόμοι εγκαθιστούν τα μεγάλα επίγεια τηλεσκόπια, στις κορυφές ψηλών βουνών, ώστε το φως των άστρων να επηρεάζεται όσο το δυνατόν λιγότερο από τις αναταράξεις τον ατμοσφαιρικού αέρα. Όταν το φως ενός άστρου διασχίζει την ατμόσφαιρα, συναντάει φυσαλίδες ψυχρού ή θερμού αέρα, οι οποίες λόγω των αναταράξεων μετακινούνται συνεχώς. Οι φυσαλίδες λειτουργούν σαν μικροί φακοί, διαθλώντας το φως προς διαφορετικές διευθύνσεις, με αποτέλεσμα να νομίζουμε ότι το άστρο «τρεμοσβήνει».