Tag Archive | κοσμολογία

Το σημερινό τοπίο στη θεωρία χορδών

Κατά την πορεία της, που ξεκίνησε πριν 40 χρόνια σχεδόν, η θεωρία των χορδών άρχισε σαν μια θεωρία των αδρονίων και κατέληξε να γίνει μια θεωρία του παντός, ενδεχομένως και μια θεωρία του τίποτα. Πράγματι, η σύγχρονη θεωρία των χορδών δεν είναι πλέον μια θεωρία χορδών, αλλά μία θεωρία για τα αντικείμενα των πολλών διαστάσεων που λέγονται βράνες.

Οι θεωρητικοί των χορδών μπορεί μέχρι σήμερα να μην έχουν βρει καμία σύνδεση με την πραγματικότητα (πλην ότι προβλέπει την βαρύτητα), αλλά πιστεύουν ότι κάτι αξιόλογο θα βρουν με την έναρξη των εργασιών στο Μεγάλο Συγκρουστή Αδρονίων (LHC) στο CERN, που πρόκειται να ‘ανάψει’ τον επόμενο Αύγουστο. Αλλά η πιθανότητα να εμφανιστούν αποδείξεις για τη θεωρία των χορδών, στις συγκρούσεις πρωτονίων-πρωτονίων σε ενέργειες 14 TeV, στον LHC πάντως είναι πολύ μικρή.

Όμως δεν θεωρούν όλοι ότι η θεωρία χορδών είναι καθαρή και απλή στη φυσική της. Χρειάστηκαν δύο δεκαετίες σκληρής προσπάθειας για να φανεί από τους εμπνευστές της ως μια κομψή “θεωρία του παντός”, που παρέχει μια κβαντική θεωρία της βαρύτητας και ενοποιεί τις τέσσερις δυνάμεις της φύσης.

Στις προσπάθειες αυτές συνάντησε σκληρή κριτική κυρίως από τη δημοσίευση δύο βιβλίων: ‘Το πρόβλημα με τη φυσική’ από τον Lee Smolin και το ‘Not Even Wrong’ από τον Peter Woit, που είχαν στο στόχο τη θεωρία χορδών για, μεταξύ των άλλων, τη μη παραγωγή οποιωνδήποτε ελέγξιμων προβλέψεων. Κάποιοι έφτασαν να θεωρούν τη θεωρία χορδών ότι δεν είναι περισσότερο επιστημονική από όσο η θεωρία του δημιουργισμού, γιατί βλέπουν ότι δεν είναι ελέγξιμη πειραματικά.

Κάποια σημεία από την κριτική τους είναι κατανοητά. Στους περισσότερους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και πολλών φυσικών, η θεωρία χορδών δεν εμφανίζεται να μας λέει τίποτα νέο για το πώς λειτουργεί πραγματικά το σύμπαν παρά τα, σχεδόν, 40 χρόνια προσπάθειας. “Δυστυχώς, δεν μπορώ να φανταστώ ένα απλό πειραματικό αποτέλεσμα που θα έβγαζε λάθος τη θεωρία χορδών”, λέει ο Sheldon Glashow, που μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ του 1979 για τον ρόλο του στην ανάπτυξη της ενοποιημένης ηλεκτρασθενούς θεωρίας, που διαμορφώνει τον πυρήνα του καθιερωμένου μοντέλου της φυσικής σωματιδίων. “Πιστεύω ότι αυτά που δεν μπορούν να αποδειχθούν λάθος (δεν μπορούν δηλαδή να διαψευστούν σύμφωνα με τον K. Popper) δεν ανήκουν στη σφαίρα της επιστήμης.”

Ο Ed Witten του Ιδρύματος για Προηγμένη Μελέτη (IAS) στο πανεπιστήμιο του Princeton, που θεωρείται από τους περισσότερους ως το κύριο πρόσωπο στη θεωρία χορδών, αναγνωρίζει ότι είναι δύσκολο για κάποιον που δεν έχει εργαστεί πάνω στο θέμα να κατανοήσει αυτήν την διάκριση πλήρως. “Η θεωρία χορδών είναι εντελώς διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη θεωρία που έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα”, λέει. “Είναι απίστευτα πλούσια και συνήθως κρυμμένος ο θησαυρός της. Οι άνθρωποι ξέρουν απλώς τα επιφανειακά κομμάτια της ή αυτά που βρίσκονται με λίγο σκάψιμο, ακόμα κι αν αυτά είναι τεράστια σε πλούτο γνώσεων.”

Μερικοί κριτικοί χτυπούν, επίσης, τη θεωρία χορδών για την αποτυχία της να απαντήσει στα θεμελιώδη ζητήματα για τον Κόσμο που μόνο αυτή, ως το καλύτερο μοντέλο της κβαντικής βαρύτητας, μπορεί σοβαρά να εξετάσει. Μερικές από αυτές τις ερωτήσεις, λέει ο David Gross (δεξιά) – που μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ του 2004 για την εργασία του πάνω στην Κβαντική Χρωμοδυναμική (QCD) – ήταν από την εποχή της κβαντομηχανικής. “Η θεωρία χορδών μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε τη ιδιομορφία (ή την ανωμαλία) του Big Bang καθώς και την κοσμολογική σταθερά – προβλήματα που είτε έχουν αγνοηθεί μέχρι τώρα είτε έχουν οδηγήσει τους επιστήμονες σε απελπισία”, τονίζει ένας από τους υποστηρικτές της θεωρίας.

Ο Gross επίσης νομίζει ότι πολλοί άνθρωποι περιμένουν ότι η θεωρία χορδών δεν ανταποκρίνεται σε υψηλά στάνταρτ. “Η θεωρία χορδών είναι πλήρης ποιοτικών προβλέψεων, όπως η παραγωγή των μαύρων οπών στο Μεγάλο Συγκρουστή Αδρονίων LHC ή των κοσμικών χορδών στον ουρανό, και αυτό το επίπεδο πρόβλεψης είναι τέλεια αποδεκτό σχεδόν σε κάθε άλλο τομέα της επιστήμης”, αναφέρει. “Μόνο στη φυσική σωματιδίων υπάρχει πρόβλημα, όπου μια θεωρία μπορεί να απορριφθεί εάν το 10ο δεκαδικό ψηφίο μιας πρόβλεψης δεν συμφωνεί με το πείραμα.”

Τι άραγε εμποδίζει τη θεωρία χορδών από το να κάνει οριστικές και ελέγξιμες προβλέψεις που θα την καθιστούσαν μια για πάντα ως μια βιώσιμη θεωρία της φύσης;

“Αισθάνομαι ότι η φύση πρέπει να μας στοχεύει με σκοπό να μελετήσουμε τη θεωρία χορδών, επειδή δεν μπορώ απλώς να πιστέψω ότι οι άνθρωποι σκόνταψαν τυχαία πάνω από κάτι τόσο πλούσιο”, λέει ο Witten. “Μια από τις πιο μεγάλες ανησυχίες που έχουμε είναι ότι η θεωρία αυτή μπορεί να αποδειχθεί πάρα πολύ δύσκολη για να κατανοηθεί.”

Το ξεκίνημα των χορδών στην αδρονική θεωρία

Κατά κάποιο τρόπο, η θεωρία χορδών μοιάζει θύμα της επιτυχίας της. Δεν επιδίωξε να γεφυρώσει τους δύο στυλοβάτες της σύγχρονης φυσικής – την κβαντομηχανική και τη θεωρία της γενικής σχετικότητας – ενώ ταυτόχρονα να ενοποιήσει τη βαρύτητα με τις τρεις άλλες βασικές δυνάμεις στη φύση: τον ηλεκτρομαγνητισμό, την ισχυρή και ασθενή δύναμη. Αντίθετα, η θεωρία χορδών άρχισε τη ζωή το 1970 όταν οι σωματιδιακοί φυσικοί συνειδητοποίησαν ότι ένα μοντέλο της ισχυρής πυρηνικής δύναμης, που είχε προταθεί δύο χρόνια πριν για να εξηγήσει έναν μεγάλο αριθμό παρατηρηθέντων πειραματικά αδρονίων, ήταν πραγματικά μια θεωρία των κβαντομηχανικών χορδών.

Σε αυτή την πρώιμη εικόνα, τα κουάρκ μέσα στα αδρόνια εμφανίζονται σαν να συνδέονται με μία μικροσκοπική χορδή με μια ορισμένη τάση, που σήμαινε ότι οι διάφοροι διαφορετικοί τύποι των αδρονίων θα μπορούσαν να οργανωθούν κατάλληλα, σαν να πρόκειται για διαφορετικούς παλμικούς τρόπους μονοδιάστατων κβαντικών χορδών. Αν και αυτό το μοντέλο εκτοπίστηκε σύντομα από την κυρίαρχη σήμερα QCD – μια κβαντική θεωρία πεδίου που μεταχειρίζεται τα σωματίδια σαν σημειακά σημεία παρά χορδές – έγινε σύντομα σαφές ότι η εικόνα με χορδές του Κόσμου έκρυβε κάτι συνολικά, πιο αξιοπρόσεκτο από ότι τα αδρόνια μόνο.

Ένα από τα σοβαρά προβλήματα με το αρχικό αδρονικό μοντέλο χορδών ήταν ότι πρόβλεψε την ύπαρξη άμαζων “spin-2” σωματιδίων, τα οποία θα πρέπει να είχαν ανακαλυφθεί στα πειράματα. Αυτά τα σωματίδια αντιστοιχούν σε δονήσεις των χορδών που συνδέονται και στις δύο άκρες, σε αντιδιαστολή με τις “ανοικτές” χορδές οι αρμονικές των οποίων περιέγραφαν τα διάφορα αδρόνια.

Αλλά το 1974 ο John Schwarz έδειξε ότι αυτοί οι κλειστοί βρόχοι έχουν ακριβώς τις ιδιότητες των βαρυτονίων ή γκραβιτονίων: τα υποθετικά σωματίδια με spin 2 που αναφύονται όταν προσπαθείτε να γυρίσετε τη γενική σχετικότητα, (μια κλασσική θεωρία στην οποία η βαρύτητα προκύπτει από την κυρτότητα του χωροχρόνου), σε μια κβαντική θεωρία πεδίου όπως το καθιερωμένο μοντέλο. Αν και η θεμελιώδης κλίμακα χορδών έπρεπε να είναι περίπου 1020 μεγέθη μικρότερη από την αρχικά προτεινόμενη για να εξηγήσει την αδυναμία της βαρυτικής δύναμης, η θεωρία χορδών παρουσίασε αμέσως μια πιθανή κβαντική θεωρία της βαρύτητας.

“Οι κβαντικές θεωρίες πεδίου δεν επιτρέπουν την ύπαρξη των δυνάμεων βαρύτητας”, λέει ο Leonard Susskind, που το 1970 ήταν ένας από τους πρώτους που συνέδεσε τα αδρόνια με τις χορδές. |Η θεωρία χορδών όχι μόνο επιτρέπει τη βαρύτητα, αλλά η βαρύτητα είναι μια βασική μαθηματική συνέπεια της θεωρίας. Οι σκεπτικιστές το λένε big deal, οι θεωρητικοί χορδών το λένε BIG DEAL!”

Η θεωρία χορδών πετυχαίνει εκεί όπου η κβαντική θεωρία πεδίων αποτυγχάνει, επειδή παρακάμπτει τις αλληλεπιδράσεις σε μικρές αποστάσεις που μπορούν να δώσουν αποτελέσματα χωρίς νόημα (πχ απειρισμούς). Στο καθιερωμένο μοντέλο – που είναι βασισμένο στη συμμετρία βαθμίδας ή ομάδες βαθμίδας SU(3) × SU(2) × U(1), όπου SU(3) είναι Κβαντική Χρωμοδυναμική QCD και SU(2) × U(1) η ενοποιημένη ηλεκτρασθενής θεωρία – τα στοιχειώδη σωμάτια αλληλεπιδρούν με την ανταλλαγή σωματιδίων, τα λεγόμενα μποζόνια βαθμίδας. Παραδείγματος χάριν, τα φωτόνια μεσολαβούν στην ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση, που περιγράφεται από την αρχική και επιτυχέστερη θεωρία πεδίου όλων των εποχών: την κβαντική ηλεκτροδυναμική (QED), η οποία αναπτύχθηκε από τον Feynman και άλλους στη δεκαετία του ’40.

Κρυμμένες διαστάσεις

Εντούτοις, η προσπάθεια της ενσωμάτωσης της βαρύτητας στο καθιερωμένο μοντέλο με τέτοιες επεκτάσεις της θεωρίας γίνεται ανεξέλεγκτη. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι η σταθερά βαρύτητας του Νεύτωνα δεν είναι αδιάστατη, όπως, για παράδειγμα, η σταθερά λεπτοδομής α. Κατά συνέπεια, τα γκραβιτόνια – που προκύπτουν από την κβαντοποίηση της χωροχρονικής μετρικής στη γενική σχετικότητα – οδηγεί σε σημειακές αλληλεπιδράσεις με άπειρες πιθανότητες.

Η θεωρία χορδών το αλλάζει αυτό αντικαθιστώντας τις μονοδιάστατες τροχιές των σημειακών σωματιδίων στον χωρόχρονο με δισδιάστατες επιφάνειες στις οποίες κινούνται οι χορδές. Κατά συνέπεια, όλες οι θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις μπορούν να περιγραφούν τοπολογικά με όρους δισδιάστατων “παγκόσμιων επίπεδων φύλλων” που σπάνε και επανασυνδέονται στον χωρόχρονο. Η πιθανότητα να εμφανίζονται τέτοιες αλληλεπιδράσεις δίνεται από μια απλή παράμετρο – την τάση των χορδών – ενώ δεν προκύπτουν ποτέ οι αποκλίσεις των μικρών αποστάσεων.

“Η θεωρία των χορδών αναπτύχθηκε όπως τα ανάλογα διαγράμματα του Feynman στις 2 διαστάσεις”, λέει ο Michael Green. “Αλλά η επίλυση των κανόνων των δισδιάστατων διαταραχών είναι η αρχή μόνο του προβλήματος.”

Κι αυτό επειδή η θεωρία διαταραχών λειτουργεί μόνο εάν ο χωρόχρονος έχει μερικές μάλλον αλλόκοτες ιδιότητες, μία από τις οποίες είναι η υπερσυμμετρία. Ενώ οι χορδές στην αρχική αδρονική θεωρία ήταν μποζονικά (δηλ. οι δονήσεις τους αντιστοιχούσαν σε σωματίδια όπως είναι τα φωτόνια που έχουν ακέραιο σπιν σε μονάδες της σταθεράς Planck), ο Κόσμος αποτελείται συνήθως από φερμιόνια – σωματίδια όπως είναι τα ηλεκτρόνια και τα πρωτόνια, που έχουν ημιακέραιο σπιν.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο John Schwarz και άλλοι συνειδητοποίησαν ότι ο μόνος τρόπος που η θεωρία χορδών θα μπορούσε να προσαρμόσει τα φερμιόνια ήταν μόνο εάν η κάθε μποζονική δόνηση των χορδών έχει κι ένα υπερσυμμετρικό φερμιονικό αντίστοιχο, που αντιστοιχεί σε ένα σωματίδιο με ακριβώς την ίδια μάζα (και αντίστροφα). Η θεωρία των χορδών είναι έτσι η περίληψη της θεωρίας υπερχορδών, και ένας από τους κύριους στόχους του LHC στη Γενεύη είναι να ανακαλυφθεί εάν υπάρχουν πραγματικά τέτοια υπερσυμμετρικά σωματίδια.

Ένα άλλο ζήτημα, που η θεωρία χορδών τοποθετείται στον χωρόχρονο, είναι ένας φαινομενικά γελοίος αριθμός διαστάσεων. Η αυθεντική μποζονική θεωρία, παραδείγματος χάριν, αφορά μόνο την σταθερότητα Lorentz – μια παρατηρηθείσα συμμετρία του χωροχρόνου που δηλώνει ότι δεν υπάρχει καμία προτιμητέα κατεύθυνση στο διάστημα – εάν αυτή διατυπώνεται σε 26 διαστάσεις. Οι υπερχορδές απαιτούν 10 διαστάσεις: εννέα του χώρου και μία του χρόνου. Αλλά προκειμένου να εξηγηθεί το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο τρεις χωρικές διαστάσεις, οι θεωρητικοί των χορδών πρέπει να βρουν τρόπους για να εξετάσουν τις πρόσθετες έξι, που γίνεται συνήθως με το αν δεχθούμε ότι οι πρόσθετες διαστάσεις βρίσκονται συμπαγοποιημένες σε πολύ μικρές κλίμακες.

“Για να τις ονομάσουμε επιπλέον διαστάσεις, είναι μια ακυριολεξία υπό κάποια έννοια, επειδή όλες τους είναι κοκκώδεις στη κλίμακα Planckμ (των χορδών δηλαδή), λέει ο Michael Green. “Επειδή αυτές είναι καθορισμένες κβαντομηχανικά, αυτές οι κρυμμένες διαστάσεις πρέπει να θεωρηθούν ως κάποια εσωτερική χωροχρονική δομή.” Πράγματι, ενώ η δουλειά των θεωρητικών των χορδών θα ήταν πολύ ευκολότερη εάν ο Κόσμος μας ήταν δέκα διαστάσεων και όχι τεσσάρων, το γεγονός ότι οι χορδές έχουν έξι πρόσθετες διαστάσεις στις οποίες μπορούν αυτές να δονηθούν, μπορεί να δίνει μια εξήγηση για μυστήριες εγγενείς ιδιότητες των στοιχειωδών σωματιδίων, όπως είναι το σπιν και το φορτίο τους.

Επαναστάσεις υπερχορδών

Το 1984 οι Green και Schwarz προκάλεσαν την “πρώτη επανάσταση των υπερχορδών”, όταν έδειξαν ότι οι κβαντομηχανικές ανωμαλίες στην θεωρία υπερχορδών εξουδετερώνονται. όταν η θεωρία ήταν διατυπωμένη στις δέκα διαστάσεις (10D) και είχε μια συγκεκριμένη ομάδα συμμετρίας, SO(32). Αυτό όχι μόνο σήμαινε ότι η θεωρία χορδών ήταν πολύ περιορισμένη και γι αυτό ήταν μια βιώσιμη φυσική θεωρία, αλλά επίσης ότι αυτή ενσωμάτωνε την συμμετρία ομάδας του Καθιερωμένου Μοντέλου. Και τελικά, η θεωρία των χορδών έγινε έτσι η πρώτη θεωρία στη φυσική που πρόβλεψε τον αριθμό των χωροχρονικών διαστάσεων.

Αμέσως η θεωρία των χορδών ξέφυγε από το περιθώριο για να μεταφερθεί στο κύριο ρεύμα της θεωρητικής φυσικής. Αλλά ώσπου να τελείωσε η επανάσταση το 1985, οι ερευνητές βρέθηκαν αντιμέτωποι με πέντε διαφορετικές θεωρίες χορδών: Τον Τύπο Ι, ο οποίος περιέχει τις ανοικτές και κλειστές χορδές και τον Τύπο ΙΙ, ο οποίος περιέχει απλώς τις κλειστές χορδές αλλά έχει δύο εκδόσεις (Α και Β) που αντανακλούν το γεγονός ότι οι δονήσεις μπορούν να ταξιδέψουν σε αντίθετες κατευθύνσεις και δύο “ετεροτικές” θεωρίες, SO(32) και E8 × E8, που επιτρέπουν σε διαφορετικά είδη δονήσεων να κινηθούν σε δύο δυνατές κατευθύνσεις.

“Είναι σαν είχαμε ανακαλύψει πέντε διαφορετικές κλασσικές προσεγγίσεις στην ίδια υποκείμενη θεωρία χορδών, παρόμοιες με την ανακάλυψη των διαγραμμάτων του Feynman των πέντε θεωριών κβαντικών πεδίων ,” λέει ο Green.

Αν και ανήσυχοι με αυτήν την έλλειψη της μίας και μόνο θεωρίας, οι θεωρητικοί των χορδών πιέστηκαν με το εξής πρόβλημα: για το πώς εφαρμόζεται η δισδιάστατη θεωρία διαταραχής στις πέντε διαφορετικές θεωρίες, καθώς επίσης για το πώς συμπαγοποιούνται οι πρόσθετες έξι διαστάσεις. Κι αυτή η προσπάθεια συνεχίστηκε και στη δεκαετία του ’90, με πολλούς ερευνητές να οδηγούνται με την πεποίθηση ότι ερχόταν το τέλος της θεωρητικής φυσικής των σωματιδίων. Αλλά αν και μερικές από αυτές τις εργασίες άσκησαν σημαντική επίδραση στα καθαρά μαθηματικά – με τη μελέτη των έξι διαστάσεων (6D) χώρων “Calabi–Yau”, κάνοντας έτσι τον Witten το 1990 να είναι ο πρώτος φυσικός που του απονεμήθηκε το σημαντικό βραβείο Fields Medal – η θεωρία των χορδών αρνιόταν να εξημερωθεί. Στην πραγματικότητα, παρά τα πέντε διαφορετικά κλασσικά “υπόβαθρα” της θεωρίας, οι ερευνητές αντιμετωπίζουν αυτήν την περίοδο ένα απείθαρχο “τοπίο” 10500 δυνατοτήτων, όταν αναγκάζεται η θεωρία χορδών να προσαρμοστεί στον τετραδιάστατο (4D) κόσμο μας.

“Είναι εντυπωσιακό, ότι μετά από σχεδόν 40 χρόνια, ακόμα δεν ξέρουμε ποια θεωρία χορδών είναι αληθινή,” αναφωνεί ο Gross. “Από την αρχή, η θεωρία χορδών ήταν ένα σύνολο κανόνων για τις κατά προσέγγιση λύσεις σε κάποιο συνεπές κλασσικό υπόβαθρο – και αυτό είναι ακόμα.” Αυτό που έχει αλλάξει, λέει ο Gross, είναι ότι οι διάφορες λύσεις είναι τώρα γνωστές πως σχετίζονται μέσω ενός ιστού μαθηματικών συνδέσεων, που λέγονται δυαδικότητες. “Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι δυαδικότητες καθιστούν τη θεωρία χορδών ισοδύναμη με την κβαντική θεωρία πεδίου”, αναφέρει ο Gross

Οι δυαδικότητες μεταξύ των πέντε διαφορετικών θεωριών χορδών προέκυψαν το 1995 κατά τη διάρκεια “της δεύτερης επανάστασης των υπερχορδών”, και αποκάλυψαν ότι οι χορδές αντιλαμβάνονται το χωροχρόνο μάλλον διαφορετικά από τα σημειακά σωματίδια. Εκτός από το να κάνουν ορισμένους υπολογισμούς πιο εύκολους στη θεωρία των χορδών, οι δυαδικότητες αυτές επέτρεψαν στον Witten να υποθέσει ότι η θεωρία των χορδών έχει μια μοναδική, αλλά άγνωστη υποκείμενη διατύπωση στις 11D, την οποία ονόμασε “θεωρία-Μ”.

Το αποτέλεσμα του Witten, που το παρουσίασε στη διάσκεψη Strings95, οδήγησε σε μια τεράστια πρόοδο για την κατανόηση του τομέα της θεωρίας χορδών της “μη διαταραχής” – δηλ. καταστάσεις όπου οι προσπάθειες να προσεγγιστεί η θεωρία ως μια σειρά ολοένα και περισσότερο σύνθετων διαγραμμάτων Feynman αποτυγχάνουν.

Τα φαινόμενα της “μη διαταραχής” είναι κρίσιμα στο να κάνουν την κβαντική θεωρία πεδίου να περιγράψει τον πραγματικό κόσμο, ιδιαίτερα στην περίπτωση της QCD. Κι αυτό επειδή η θεωρία διαταραχής εφαρμόζεται μόνο για τις βασικές, μεμονωμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κουάρκ, όπου η ισχυρή δύναμη είναι σχετικά ασθενής, και όχι στα μεγαλύτερα συστήματα όπως τα πρωτόνια και άλλα αδρόνια.

Στην περίπτωση της θεωρίας χορδών, τα φαινόμενα της μη διαταραχής κρατούν το κλειδί του γιατί η υπερσυμμετρία “σπάει” στις χαμηλές ενέργειες που συναντούμε σήμερα στον κόσμο, κάτι που πρέπει να συμβαίνει προκειμένου να εξηγηθεί το γεγονός ότι κανένας δεν έχει δει ποτέ ένα υπερσυμμετρικό σωματίδιο. Το γεγονός αυτό είναι παρόμοιο με τον τρόπο που η ηλεκτρασθενής συμμετρία του καθιερωμένου μοντέλου πρέπει να σπάει (μέσω του μηχανισμού Higgs) κάτω από την κλίμακα του 1 TeV, προκειμένου να εξηγήσει γιατί θεωρούμε τις ηλεκτρομαγνητικές και ασθενείς δυνάμεις ως ξεχωριστές οντότητες. Αυτό το πλούσιο αλλά πιο μυστήριο έδαφος της θεωρίας χορδών, επίσης, ελέγχει το πώς οι πρόσθετες διαστάσεις είναι συμπαγοποιημένες, και έτσι το πώς η θεωρία των χορδών μπορεί να κάνει τις προβλέψεις που μπορούν να δοκιμαστούν σε πειράματα στον κόσμο μας των 4D.

Οι θεωρητικοί των χορδών είναι οι πρώτοι που αναγνώρισαν πως δεν έχουν καμία ιδέα με τι μοιάζουν στην πραγματικότητα οι υποκείμενες εξισώσεις της θεωρίας χορδών – ή της θεωρίας Μ. Αλλά ως ένα πλαίσιο, η θεωρία των χορδών κάνει διάφορες γενικές προβλέψεις που είναι απίθανο να εξαρτώνται από τις λεπτομέρειες αυτών των εξισώσεων. Το σημαντικότερο είναι ότι η θεωρία χορδών παρέχει μια μετρήσιμη, συνεπή κβαντική θεωρία της βαρύτητας που περιορίζεται στη γενική σχετικότητα στις μεγάλες αποστάσεις και στις χαμηλές ενέργειες. Εντούτοις, αυτός είναι επίσης και ο λόγος για τον οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να εξεταστεί η θεωρία των χορδών άμεσα, επειδή η φυσική κλίμακα των υπερχορδών είναι το μήκος Planck.

Το μήκος Planck προέρχεται από μια απλή ανάλυση των τριών θεμελιωδών σταθερών, που οποιαδήποτε θεωρία της κβαντικής βαρύτητας πρέπει να περιλαμβάνει: Τη σταθερά βαρύτητας του Νεύτωνα, τη σταθερά του Planck και την ταχύτητα του φωτός. Η τιμή της είναι 10–35 m, πράγμα που σημαίνει ότι για να παρατηρήσει κανείς τις χορδές άμεσα θα χρειαζόμαστε έναν επιταχυντή με μια ενέργεια 1019 GeV – 15 τάξεις μεγαλύτερη από αυτή που θα έχει ο LHC στη Γενεύη. “Ξέρουμε από τον Planck ότι η φυσική έχει αυτή τη μικροσκοπική κλίμακα, που δεν πρόκειται όμως ποτέ να έχουμε πρόσβαση άμεσα”, παρατηρεί ο Joe Polchinski. “Αλλά, ευτυχώς, οι θεωρητικοί δεν αφήνουν τέτοια εμπόδια να μπαίνουν στον δρόμο τους.”

Μία από τις μεγάλες επιτυχίες της θεωρίας χορδών, ως η κβαντική θεωρία της βαρύτητας, είναι η δυνατότητά της να διαμορφώνει μαύρες τρύπες, που είναι κλασσικές λύσεις της γενικής σχετικότητας, όπου τα βαρυτικά και τα κβαντικά αποτελέσματα παίζουν και τα δύο μεγάλο ρόλο. “Έχω γράψει ένα εγχειρίδιο που έχει ένα κεφάλαιο 60 σελίδων σχετικά με τις μαύρες τρύπες στη θεωρία χορδών, και αγγίζει μόνο την επιφάνεια αυτού του τεράστιου θέματος”, λέει ο Schwarz.

Ειδικότερα, η θεωρία χορδών έχει οδηγήσει σε μια βαθύτερη κατανόηση των θερμοδυναμικών ιδιοτήτων των μαύρων οπών σε μικροσκοπικό επίπεδο, και επομένως έχει βοηθήσει ώστε να επιλυθεί ένα ενδεχομένως καταστρεπτικό παράδοξο, όπως αναδύθηκε από το Stephen Hawking του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ πριν τρεις δεκαετίες.

Το 1976, έχοντας μαζί με τον Jacob Bekenstein χρησιμοποιήσει ημικλασσικά επιχειρήματα για να δείξει ότι οι μαύρες τρύπες έχουν μια σαφώς καθορισμένη εντροπία και μπορούν επομένως να ακτινοβολήσουν, ο Hawking υποστήριξε ότι οι πληροφορίες χάνονται κατά τη διάρκεια της παραγωγής και της αποσύνθεσης μιας μαύρης τρύπας. Επειδή, οι πληροφορίες κωδικοποιούνται στις κβαντικές καταστάσεις των σωματιδίων και των πεδίων, αυτό υπονόησε ότι η κβαντομηχανική καταρρέει στην κλίμακα Planck. Εάν αυτό είναι αληθινό, τότε αυτό θα σήμαινε το θάνατο για τη θεωρία χορδών ή οποιαδήποτε άλλη κβαντική θεωρία της βαρύτητας.

Η θεωρία χορδών δεν ήταν κατάλληλη για να εξετάσει αυτό το πρόβλημα έως το 1995, όταν τότε ο Polchinski ανακάλυψε τη σημασία αντικειμένων που ονομάζονται D-βράνες, που ήταν γνωστά στα μαθηματικά της θεωρίας αυτής. Οι D-βράνες, αναγνώρισε ο Polchinski, είναι υπερεπιφάνειες στις οποίες όλες οι ανοικτές χορδές σταθεροποιούνται, και συναντώνται σε οποιοδήποτε αριθμό διαστάσεων που επιτρέπονται από τη θεωρία χορδών (παραδείγματος χάριν, βράνες 2D ή “δύο διαστάσεων βράνες” είναι μια βράνη στη συνηθισμένη ορολογία). Η D-βράνη έχει πάχος μηδέν αλλά μια τεράστια μάζα. Αυτό σημαίνει ότι περιτυλίγοντας πολλές από αυτές και φτιάχνοντας έναν κύκλο στις πρόσθετες διαστάσεις, τότε οι θεωρητικοί των χορδών μπορούν να φτιάξουν ένα πολύ ειδικό, αν και κάπως πλασματικό, είδος υπερσυμμετρικής μαύρης τρύπας.

Το 1996 αυτή η προσέγγιση επέτρεψε στους Andrew Strominger και Cumrun Vafa του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ να παραγάγουν ακριβώς τον ίδιο τύπο εντροπίας των Bekenstein–Hawking, που είχε βρεθεί με ημικλασσικό τρόπο 20 χρόνια νωρίτερα, μεταχειριζόμενοι απλά τις D-βράνες ως συμβατικές κβαντικές καταστάσεις και προσθέτοντας τις. Αν και η θεωρία χορδών, όπως και η γενική σχετικότητα, δεν μπορεί να ασχοληθεί άμεσα με την ιδιομορφία (ανωμαλία) στο κέντρο των μαύρων οπών, οι θεωρητικοί έχουν παραγάγει από τότε ακριβώς τον ίδιο τύπο για τα πιο ρεαλιστικά μοντέλα των μαύρων οπών – αποτελέσματα που συνέβαλαν τελικά στην αποδοχή από τον Hawking κατά το 2004 ότι είχε κάνει λάθος.

“Νομίζω, ότι μόνο ο πιο κυνικός σκεπτικιστής θα πίστευε ότι η εφαρμογή της θεωρίας χορδών στις μαύρες τρύπες, δεν έχει σημαντική συμβολή στη φυσική”, πιστεύει ο Susskind.

Οι D-βράνες έχουν μετασχηματίσει επίσης τη θεωρία χορδών από μια θεωρία των απλών χορδών σε μια πλουσιότερη θεωρία που περιλαμβάνει, επίσης, κι άλλα εκτεταμένα αντικείμενα. Στους μη θεωρητικούς των χορδών, οι D-βράνες μπορεί να φαίνονται σαν αρκετά αυθαίρετες προσθήκες, αλλά αποδεικνύονται ένας ειδικός τύπος ενός γενικότερου αντικειμένου πολλών διαστάσεων, τις p-βράνες, που στα μαθηματικά ήταν ευθύς εξαρχής και είναι βασικές ώστε να κάνουν τη θεωρία χορδών μια συνεπή θεωρία. Και μόνο μετά από την επανερμηνεία των D-βρανών από τον Polchinski και την υπόθεση της θεωρίας-Μ από το Witten κατά το 1995, μεταξύ των άλλων θεωρητικών, που οι ερευνητές ήταν σε θέση να υπερβούν τις κατά προσέγγιση τεχνικές διαταραχής και να καταλάβουν αυτά τα αντικείμενα (τις βράνες δηλαδή), που είναι πιο μεγάλα από τις χορδές. Επιπρόσθετα, οι βράνες είναι τα βασικά συστατικά της θεωρίας-Μ.

Η ‘θεωρία των χορδών’ είναι στη ουσία ένα λάθος όνομα ανάμεσα σε δύο μέτωπα: δεν είναι ούτε μια “θεωρία”, τουλάχιστον υπό την έννοια που σημαίνει συνήθως στη φυσική, ούτε βασίζεται στις χορδές.

Ο κόσμος σε μία βράνη

Μία από τις πιο άσχημες επιπτώσεις των D-βρανών, που μπορούν ακόμη και να αποκαλυφθούν στον LHC, είναι ότι θα μπορούσατε να κολληθείτε σε μια γιγάντια τέτοια βράνη αμέσως τώρα. “Εάν έχετε πίστη”, λέει ο Green,, “μπορείτε να θεωρήσετε ότι ζούμε σε έναν Κόσμο βρανών τρισδιάστατο και ότι οι πρόσθετες έξι διαστάσεις μπορεί να είναι αρκετά μεγάλες για να ανιχνευτούν.”

Τέτοια σενάρια “βρανό-κόσμου” προκύπτουν επειδή τα πεδία βαθμίδας του Καθιερωμένου Μοντέλου περιγράφονται από τις ανοικτές χορδές, οι οποίες είναι για πάντα αναγκασμένες να βρίσκονται πάνω στον “συμπαντικό όγκο” μιας D-βράνης, μιας τρισδιάστατης βράνης στην περίπτωσή μας. Εντούτοις, επειδή τα γκραβιτόνια ή βαρυτόνια περιγράφονται από κλειστούς βρόχους της χορδής, αυτοί οι βρόχοι είναι εξορισμένοι σε ένα υψηλής διάστασης “υπερχώρος” ή bulk (Σημείωση: bulk είναι ο πλήρης χώρος με τις n διαστάσεις, σε αντιδιαστολή με την 3-d βράνη πάνω στην οποία ζούμε εμείς και όλα τα στοιχειώδη σωματίδια του στάνταρτ μοντέλου. Είναι δηλ. ο υπερχώρος που περιέχει τον δικό μας), όπου αυτοί οι βρόχοι κινούνται γύρω και μόνο περιστασιακά έρχονται σε επαφή με τη βράνη μας.

Επιπρόσθετα, δίνοντας μια τακτοποιημένη εξήγηση το γιατί αντιλαμβανόμαστε τη βαρύτητα να είναι τόσο πολύ πιο ασθενής από τις άλλες τρεις δυνάμεις – ένα αίνιγμα στη φυσική σωματιδίων γνωστό ως πρόβλημα ιεραρχίας – τέτοιες “στρεβλωμένες” γεωμετρίες υπονοούν ότι οι πρόσθετες διαστάσεις στη θεωρία χορδών μπορεί να είναι αρκετά μεγάλες για να ανιχνευτούν. Πράγματι, οι πρόσθετες διαστάσεις θα μπορούσαν να είναι ακριβώς μπροστά από τις μύτες μας και δεν θα το ξέραμε ποτέ, δεδομένου ότι τα φωτόνια είναι για πάντα αλυσοδεμένο στη βράνη μας.

Το πιο άμεσο πειραματικό τεστ αυτών των πρόσθετων διαστάσεων θα ήταν να βρεθεί μια μεταβολή στο νόμο του αντιστρόφου του τετραγώνου της βαρύτητας, επειδή αυτός ο νόμος είναι μια άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι το διάστημα είναι τρισδιάστατο (σε έναν 2D κόσμο, παραδείγματος χάριν, η βαρύτητα είναι απλά αντιστρόφως ανάλογη προς την απόσταση). Στην πραγματικότητα, η ανικανότητά μας να επιβεβαιώσουμε πειραματικά το νόμο του αντιστρόφου του τετραγώνου κάτω από μια κλίμακα περίπου 0,1 mm. είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο τα σενάρια του βρανό-κοσμου είναι αποδεκτά σε πρώτο στάδιο.

Αλλά ακόμα κι αν οι πρόσθετες διαστάσεις ήταν 100 εκατομμύρια φορές μικρότερες από τα 0,1 χιλιοστά, που σύμφωνα με τον Green είναι ακόμα “γελοία μεγάλο”, αυτό μετά θα υπονοούσε ότι η ενέργεια της κλίμακας Planck είναι πολύ χαμηλή όπως 1 TeV. Αυτό θα μεγάλωνε την κλίμακα χορδών από 10-35 μ σε 10-18 μέτρα μόνο, το οποίο σημαίνει ότι οι συγκρούσεις πρωτονίων-πρωτονίων υψηλής ενέργειας στον LHC μπορεί να είναι επαρκείς για να διεγείρουν υψηλότερες αρμονικές στις χορδές. Η ‘αληθινή’ δύναμη της βαρύτητας στις πρόσθετες διαστάσεις μπορεί ακόμη και να είναι επαρκής για να παραγάγει μίνι μαύρες τρύπες κατά χιλιάδες, που θα εξατμίζονταν σχεδόν αμέσως αποσυντιθέμενες μέσω της ακτινοβολίας Hawking.

Η Lisa Randall του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, που μαζί με τον Raman Sundrum έχει εξετάσει πώς οι D-βράνες αλλάζουν τη γεωμετρία του χωροχρόνου, λέει ότι η ακριβής υπογραφή των πρόσθετων διαστάσεων που θα βλέπατε στον LHC εξαρτάται από το ειδικό μοντέλο των βρανών που μελετάτε. “Θα μπορούσατε να δείτε σωματίδια ‘Kaluza–Klein’, που είναι παρόμοια με τα σωματίδια που ήδη ξέρουμε αλλά είναι πολύ βαρύτερα, επειδή ταξιδεύουν στις πρόσθετες διαστάσεις”, εξηγεί.

“Στα μοντέλα μας αυτά τα σωματίδια γενικά αποσυντίθενται στον ανιχνευτή, επειδή η στρεβλωμένη γεωμετρία τους δίνει μια μεγάλη πιθανότητα αλληλεπίδρασης, αλλά θα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν εξαιρετικά ασθενικά και απλά να δραπετεύσουν από τον ανιχνευτή – μην αφήνοντας κανένα ίχνος τους εκτός από την απώλεια ενέργειας.” Μια παρόμοια υπογραφή θα έμεναν από τα συνηθισμένα σωματίδια που εξαφανίζονται κυριολεκτικά στις πρόσθετες διαστάσεις, αν και ο Green θεωρεί ότι οι πρόσθετες διαστάσεις είναι πολύ πάρα πολύ μικρές για να δούμε τη φυσική του βρανό-κοσμου στο LHC. “Εάν ήμουν πειραματικός, τότε αυτό θα ήταν πιθανώς η τελευταία εξήγηση για την απώλεια της ενέργειας στην οποία θα βασιζόμουν”, τονίζει ο Green.

Στρέβλωση του χωροχρονικού ιστού

Το πιθανότερο, αν και με κανένα τρόπο σίγουρο, σενάριο στον επιταχυντή LHC είναι η ανακάλυψη της υπερσυμμετρίας. Είναι ένας από τους κύριους στόχους του ανιχνευτή ATLAS και του CMS, επειδή παρά την προέλευση της από τη θεωρία χορδών η θεωρία της υπερσυμμετρίας είναι αμφισβήτητα σημαντικότερη για τη φυσική των σωματιδίων. Παραδείγματος χάριν, στα πλαίσια της “ελάχιστης υπερσυμμετρικής επέκτασης” του καθιερωμένου μοντέλου (MSSM), η συνεχής υπερσυμμετρία στην ηλεκτρασθενή κλίμακα λύνει το πρόβλημα της ιεραρχίας, επειδή τα υπερσυμμετρικά σωματίδια εξουδετερώνουν τις κβαντικές διορθώσεις, που θα ανάγκαζαν τη μάζα Higgs να αποκλίνει. Η υπερσυμμετρία οδηγεί, επίσης, στη “μεγάλη ενοποίηση”, στην οποία οι σταθερές σύζευξης των τριών δυνάμεων του καθιερωμένου μοντέλου συναντιούνται στις πολύ υψηλότερες ενέργειες, και το πιο ελαφρύ υπερσυμμετρικό σωματίδιο μας προσφέρει κι ένα φυσικό υποψήφιο για τη μη-φωτεινή σκοτεινή ύλη (το νετραλίνο), που όπως είναι γνωστό αποτελεί ένα τεράστιο μέρος της μάζας στο σύμπαν.

“Η υπερσυμμετρία είναι πολύ σημαντική στη θεωρία χορδών, αλλά δεν υπάρχει κανένα υποχρεωτικό a priori θεωρητικό επιχείρημα για το πώς ή σε ποια κλίμακα αυτή σπάει”, λέει ο Susskind. “Το δυσάρεστο γεγονός – και πιστέψτε με, δεν το θέλω – είναι ότι εάν ανακαλυφθεί η υπερσυμμετρία, θα θεωρηθεί καλό για τη θεωρία χορδών, αλλά εάν δεν ανακαλυφθεί δεν θα αποκλείσει τη θεωρία. Έτσι δεν μπορούμε στην πραγματικότητα να πούμε ότι η ανακάλυψη της υπερσυμμετρίας στο LHC είναι μια πρόβλεψη της θεωρίας των χορδών”.

Στην πραγματικότητα, η θεωρία χορδών μπορεί να μην απαιτεί ακόμη και καθόλου την υπερσυμμετρία, λέει ο Shamit Kachru, στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. “Οι υπερσυμμετρικές λύσεις είναι οι πιο εύκολες να μελετηθούν, αλλά η θεωρία έχει ένα τεράστιο δίκτυο μη- υπερσυμμετρικών λύσεων, όπου το σπάσιμο της υπερσυμμετρίας πραγματοποιείται σε ενέργειες πολύ υψηλότερες από την ηλεκτρασθενή κλίμακα”.

Η ανικανότητα της υπερσυμμετρίας να δώσει μια οριστική απόδειξη της θεωρίας χορδών δίνει έμφαση στη θέση της θεωρίας χορδών ως ένα πλαίσιο για να περιγραφεί η θεμελιώδης φυσικής κι όχι σαν μια θεωρία με συγκεκριμένες προβλέψεις. Η κβαντική θεωρία πεδίου αντιμετωπίζει ανάλογες δυσκολίες. “Υποθέστε ότι κάποιος ήρθε και σας λέει κοιτάξτε, έχουμε αυτήν την φανταστική θεωρητική δομή, που λέγεται κβαντική θεωρία πεδίου, που ενσωματώνει την κβαντομηχανική, το αναλλοίωτο Lorentz, τις γενικεύσεις των κλασσικών πεδίων, αλλά υποθέτουμε ότι η συγκεκριμένη εφαρμογή δεν ενσωματώνει την ηλεκτροδυναμική δηλ. την QED”, ερωτά ο Green, “τότε δεν θα ξέρατε ποιές θα ήταν οι φυσικές προβλέψεις της, κι έτσι δεν θα ήταν δυνατό να νοθευτούν.” Για τους επαγγελματίες, λέει ο Green, η θεωρία των χορδών είναι λίγο πολύ σε αυτή τη θέση – ένα πλαίσιο που καλύπτει όλα τα βασικά συστατικά για να ενώσει την κβαντική βαρύτητα με τις άλλες δυνάμεις, ακόμα κι αν πρόκειται να κάνει πολύ συγκεκριμένες προβλέψεις.

Δεδομένου ότι η θεωρία χορδών επικρίνεται συχνά για όχι και τόσο καλή φορμαλιστικά όσο το καθιερωμένο μοντέλο, είναι επομένως ειρωνικό ότι ένα από τα πιο συγκεκριμένα μοντέλα της θεωρίας χορδών, που οι ερευνητές έχουν μέχρι σήμερα – μια διατύπωση της κβαντικής βαρύτητας με ορισμένη αρνητικά κυρτή γεωμετρία – είναι από μαθηματική άποψη ισοδύναμο με μια κβαντική θεωρία πεδίων παρόμοια με την QCD. Έστω κι αν πάρουμε τη θεωρία χορδών ότι ήταν στην αρχή της, ως μια περιγραφή των αδρονίων δηλαδή, λέει ο Gross, η δυαδικότητα μεταξύ της θεωρίας των χορδών και της θεωρίας πεδίου θα μπορούσε να σημαίνει ότι η θεωρία χορδών είναι ακριβώς αυτό: ένας τύπος κβαντικής θεωρίας πεδίου.

Γιατί δεν μπορεί η θεωρία χορδών να προβλέψει τίποτα;

Η θεωρία των χορδών αντικαθιστά τη μικροσκοπική περιγραφή του σύμπαντος που βασίζεται στα στοιχειώδη σημειακά σωματίδια με τις χορδές 1D. Εντούτοις, συγκρινόμενη με τη σωματιδιακή άποψη οι χορδές δεν έχουν προσφέρει στους φυσικούς καλύτερες εξηγήσεις για ό,τι βλέπουν στη φύση στις μικρές κλίμακες, όταν αυτοί χρησιμοποιούν επιταχυντές σαν τον LHC. Αυτό μπορεί να μην είναι εκπληκτικό δεδομένου ότι οι χορδές είναι 1020 φορές μικρότερες από σωματίδια σαν τα πρωτόνια και τα νετρόνια. Αλλά γιατί είναι τόσο δύσκολο να μετατραπούν οι ιδέες των χορδών σε δύσκολες προβλέψεις;

Το θεωρητικό πλαίσιο του σύμπαντος από σωματιδιακή άποψη είναι η Κβαντική Θεωρία Πεδίων (QFT), η οποία περιγράφει σωματιδιακές αλληλεπιδράσεις που οφείλονται στην ανταλλαγή ενός κβάντου του πεδίου (τα φωτόνια, παραδείγματος χάριν, μεσολαβούν στην ηλεκτρομαγνητική δύναμη). Για κάποιο βαθύ λόγο, ένας τύπος της QFT που λέγεται θεωρία βαθμίδας περιγράφει τις ηλεκτρομαγνητικές, ισχυρές και ασθενείς αλληλεπιδράσεις εξαιρετικά καλά, και ισχύει για σχεδόν 35 χρόνια μέσω του καθιερωμένου μοντέλου της φυσικής σωματιδίων. Επειδή η QFT επιτρέπει στα σωματίδια να αναδύονται από το “τίποτα” μέσω των κβαντικών διακυμάνσεων του ελλοχεύοντος πεδίου, το κενό δεν είναι πραγματικά ένας άδειος χώρος. Η αφετηρία για τον υπολογισμό των φυσικών ποσοτήτων και στη θεωρία πεδίου και στη θεωρία χορδών είναι ίδια, επειδή η θεωρία χορδών έχει προέλευση στις ίδιες ρίζες της κβαντομηχανικής με την QFT, κι επομένως μπορεί να γραφτεί κάτω από κατάλληλες “λαγκρατζιανές” και να γίνει κατανοητό το κενό.
Στο καθιερωμένο μοντέλο, αυτό είναι εύλογα απλό, δεδομένου ότι η λαγκρατζιανή είναι πάγια (αμετάβλητη) μόλις ξέρετε τα σωματίδια και εξασφαλίσετε ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των σωματιδίων αφορούν τη συμμετρία βαθμίδας (που στην περίπτωση της ηλεκτροδυναμικής, παραδείγματος χάριν, κάνει τις τιμές των ποσοτήτων που μετρούνται ανεξάρτητες της εγγενούς φάσης της κυματοσυνάρτησης των ηλεκτρονίων). Όσον αφορά το κενό, προκειμένου να δοθούν στα σωματίδια οι μάζες τους οι θεωρητικοί επικαλούνται ένα βαθμωτό πεδίο, το πεδίο Higgs, που έχει μια διαφορετική από το μηδέν τιμή στο κενό.
Μόλις έχετε τις λαγκρατζιανές, μπορείτε έπειτα να παραγάγετε ένα σύνολο διαγραμμάτων Feynman που σας επιτρέπουν να υπολογίσετε γεγονότα. Το απλούστερο διάγραμμα που μπορείτε να σχεδιάσετε αντιστοιχεί στο κλασσικό όριο της θεωρίας (δηλ. εκεί όπου δεν υπάρχει καμία κβαντική διακύμανση) και παράγει ένα πλάτος πιθανότητας για μια ιδιαίτερη φυσική διαδικασία, για παράδειγμα ένα ηλεκτρόνιο που σκεδάζεται από ένα άλλο ηλεκτρόνιο. Μετά προσθέτοντας τις συνεισφορές από τα σύνθετα διαγράμματα (που χρησιμοποιούν τη θεωρία διαταραχής), η QFT μας επιτρέπει να κάνουμε πιο σωστούς τους υπολογισμούς αυτής της πιθανότητας – με μια ακρίβεια 10 δεκαδικών θέσεων στην περίπτωση της κβαντικής ηλεκτροδυναμικής.
Η άποψη του σύμπαντος με τα μάτια των χορδών μετατρέπει αυτά τα 1D (μονοδιάστατα) διαγράμματα σε διαγράμματα 2D, επειδή η χωροχρονική ιστορία μιας χορδής ακολουθεί τα ίχνη μιας δισδιάστατης 2D επιφάνειας αντί μιας γραμμής. Κι αυτό είναι σπουδαίο για την ενσωμάτωση της βαρύτητας, την οποία το καθιερωμένο μοντέλο αγνοεί, επειδή οι βαρυτικές αλληλεπιδράσεις των σημειακών σωματιδίων οδηγούν σε απειρισμούς στους υπολογισμούς. Το πρόβλημα είναι ότι οι θεωρητικοί δεν ξέρουν τι είναι οι λαγκρατζιανές στη θεωρία χορδών. Αντιθέτως, οι ερευνητές έχουν πέντε σύνολα πιθανών κανόνων Feynman, κάθε ένας από τους οποίους προσεγγίζει τη φυσική που περιγράφεται από μία διαφορετική λαγκρατζιανή (δηλ. μια διαφορετική διατύπωση της θεωρίας χορδών). Το πλεονέκτημα είναι ότι οι πέντε διαφορετικές θεωρίες χορδών συνδέονται από δυαδικότητες, κάτι που προτείνει ότι η θεωρία χορδών έχει μια μοναδική ελλοχεύουσα δομή (τη θεωρία Μ), έτσι δεν πειράζει και πάρα πολύ με ποιά κανένας δουλεύει. Το μειονέκτημα είναι ότι τα πέντε “υπόβαθρα”, όπως τα ονομάζουν οι θεωρητικοί χορδών, ζουν σε ένα χωρόχρονο 10D ή 10 διαστάσεων.
Εάν ζούμε σε έναν κόσμο των 10 διαστάσεων (10D), τότε θα ήταν μια ευκαιρία να βρούμε ένα πείραμα για να ελέγξει ποιό εκ των πέντε υποβάθρων (της θεωρίας χορδών) ταιριάζει καλύτερα. Αλλά όταν ‘περυτιλίξετε’ τις έξι διαστάσεις σε μια πολλαπλότητα Calabi–Yau – σε μία προσπάθεια να περιγραφούν οι τέσσερις διαστάσεις του πραγματικού κόσμου – παράγετε ένα ελαφρώς διαφορετικό υπόβαθρο με το δικό του σύνολο διαγραμμάτων Feynman. Πράγματι, ο αριθμός των τετραδιάστατων 4D Λαγκρατζιανών που μπορείτε να πάρετε είναι περίπου 10500, που κάθε ένα από τα οποία αντιστοιχεί σε έναν διαφορετικό τρόπο συμπαγοποίησης των 6D πολλαπλοτήτων, επιλέγοντας ροές και επιλέγοντας βράνες (δηλ. “μη-διαταραγμένα” φαινόμενα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστούν).
Επειδή κάθε αποτέλεσμα αντιστοιχεί σε έναν διαφορετικό σύμπαν, πρέπει πραγματικά να μελετήσετε και τις 10500 περιπτώσεις, προκειμένου να ανακαλύψετε εάν η θεωρία χορδών περιγράφει ή όχι τον πραγματικό Κόσμο (αντίθετα από τη QFT, όπου εάν βλέπετε κάτι στη φύση που δεν σας αρέσει, τότε μπορείτε να προσθέσετε ένα νέο σωματίδιο ή ένα λαγκρατζιανό πεδίο). Το ζουμί από αυτό το ‘τοπίο’ της θεωρίας χορδών, εντούτοις, είναι ότι αυτή είναι η μόνη εξήγηση που μπορεί να προσφέρουν οι φυσικοί για την κοσμολογική σταθερά – μια ιδιότητα του κενού που ανακαλύφθηκε το 1998 και που η QFT υπολογίζει λανθασμένα κατά έναν παράγοντα τουλάχιστον 1060.

Ανεξάρτητα από τα οποιαδήποτε άλλα πεδία της φυσικής, η θεωρία των χορδών κάποια στιγμή θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με την κοσμολογία. “Ο Αϊνστάιν μας δίδαξε ότι όταν ασχολείστε με την βαρύτητα, δεν φτάνει για να περιγράψετε ακριβώς το σύμπαν σε μια δεδομένη στιγμή”, λέει ο Gross. “Θα πρέπει να περιγράψετε τα πάντα: την αρχή του, τη μέση και το τέλος του.

Οι λύσεις της θεωρίας χορδών είναι η ιστορία του χωροχρόνου. και τέτοιες λύσεις πρέπει να ασχοληθούν με τις κοσμολογικές ανωμαλίες (ιδιομορφίες), όπως είναι το ίδιο το Big Bang, επισημαίνει ο Gross, τις οποίες οι φυσικοί δεν ξέρουν καν πώς να περιγράψουν. Έτσι, καμιά από τις τρέχουσες λύσεις της θεωρίας των χορδών δεν μπορούν να περιγράψουν ρεαλιστικές κοσμολογίες.

Το 2003 δημοσιεύτηκε μια εργασία από τους Shamit Kachru, Renata Kallosh, Andrei Linde και τον Sandip Trivedi – που ονομάστηκε ανακοίνωση KKLT από τα αρχικά τους – και είναι μία από τις σημαντικότερες της κοσμολογίας χορδών. Αναφέρεται στο σπάσιμο της υπερσυμμετρίας, και στο πως τα σωματίδια απέκτησαν μάζα στις απαρχές του σύμπαντος.

Ο F. Quevedo και πολλοί άλλοι έχουν στηριχτεί από τότε στο σενάριο KKLT για να παραγάγουν καλύτερα μοντέλα με ελέγξιμες προβλέψεις. “Για πρώτη φορά μπορούμε να υπολογίσουμε τις μάζες των υπερσυμμετρικών σωματιδίων,” λέει ο F. Quevedo. Προσθέτει μάλιστα ότι τα μοντέλα του περιέχουν επίσης ένα υποψήφιο σωματίδιο σκοτεινής ύλης που αποσυντίθεται σε ένα ζευγάρι ηλεκτρονίου-ποζιτρονίου. “Αυτό μπορεί να εξηγήσει και το σήμα των 511 keV στο κέντρο του Γαλαξία μας και θα είχε μια διακριτή υπογραφή που, ενώ δεν μπορεί να βγάλει λάθος την ίδια θεωρία χορδών, θα περιόριζε τις κατηγορίες των μοντέλων των χορδών.”

Ωστόσο, το σενάριο KKLT των χορδών βοηθάει ώστε το κτίσιμο των κοσμολογικών μοντέλων, να είναι ένας καλός τρόπος για να συνδεθεί η θεωρία των χορδών με το πείραμα για τα επόμενα χρόνια. “Το θεμέλιο της θεωρίας χορδών δεν μπορεί να δοκιμαστεί σε επιταχυντές υψηλής ενέργειας, έτσι το πρώιμο σύμπαν είναι το μόνο εργαστήριο που έχουμε στον Κόσμο για τη μελέτη των τεράστιων σχετικών ενεργειών”, λέει η Kallosh. Η κοσμολογική εποχή του πληθωρισμού – μια περίοδος ταχύτατης διαστολής, η οποία πραγματοποιήθηκε 10-35 δευτερόλεπτα μετά το Big Bang, και που εξηγεί γιατί το σύμπαν είναι ομαλό στις μεγαλύτερες κλίμακες. η θεωρία χορδών θα πρέπει, ως θεμελιώδη θεωρία, να είναι σε θέση να εξηγήσει τη μικροσκοπική προέλευση του πληθωρισμού, δηλαδή το βαθμωτό πεδίο ή “inflaton” – που θεωρείται ότι οδήγησε στην τεράστια επέκταση του σύμπαντος.

 

Το 1999 οι Gia Dvali του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και Henry Tye του Cornell αντιλήφθηκαν ότι μια D-βράνη σε στενή γειτνίαση με μία αντι-D βράνη θα μπορούσε να προκαλέσει την τεράστια διαστολή αρκετά καλά, με τον αποχωρισμό των δύο βρανών, εξασφαλίζοντας έτσι το πεδίο inflaton και προκαλώντας το τέλος του πληθωρισμού, όταν οι δύο βράνες τελικά συγκρούονται. Αν αυτό σας φαίνεται παράξενο, οι Paul Steinhardt του Πανεπιστημίου του Princeton και Neil Turok του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ έχουν επεκτείνει αυτές τις ιδέες, σε μια προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν την κοσμική εξέλιξη κάνοντας τον υπαινιγμό ότι το ίδιο το Big Bang όντως προκλήθηκε από τη σύγκρουση μεταξύ της δικής μας, τρισδιάστατης βράνης και μιας άλλης, παράλληλης τρισδιάστατης βράνης. Σε τέτοιου είδους «κυκλικά μοντέλα” λαμβάνουν χώρα κατακλυσμιαίες εκδηλώσεις κάθε λίγα τρισεκατομμύρια χρόνια, καθώς η βράνη μας αιωρείται γύρω στον χώρο των ανώτερων διαστάσεων, αν και πολλοί θεωρητικοί των χορδών παραμένουν επιφυλακτικοί για τους ισχυρισμούς ότι τέτοιου είδους μοντέλα μπορεί να λύσουν το πρόβλημα της κοσμικής-μοναδικότητα.

Από το 2003, όταν η κατασκευή του μοντέλου KKLT έδωσε στους ερευνητές μια καλύτερη κατανόηση του ενεργειακού κενού, οι θεωρητικοί των χορδών έχουν αναπτύξει μια χούφτα πιο συγκεκριμένων πληθωριστικών μοντέλων τα οποία συμφωνούν και με τις μετρήσεις της κοσμικής ακτινοβολίας μικροκυμάτων από την αποστολή Wilkinson MAP. Το πρώτο από αυτά τα μοντέλα, που λέγεται KKLMMT μετά την ένταξη των Maldacena και Liam McAllister του Πανεπιστημίου Stanford στην ομάδα του KKLT, προετοιμάζει το έδαφος για την ερμηνεία πιθανών πειραματικών ανακαλύψεων, όπως είναι οι κοσμικές χορδές.

Οι κοσμικές χορδές είναι θεμελιώδεις χορδές που έχουν ‘φουσκώσει΄ μέχρι τις κοσμικές κλίμακες κατά τη διάρκεια του πληθωρισμού. Όντας πολύ βαριές, αυτές θα αποκαλύψουν την παρουσία τους μέσω του βαρυτικού εστιασμού και αφήνουν μια θεαματική υπογραφή. “Οι D-χορδές συνδεόμενες με τις θεμελιώδεις χορδές στους κόμβους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα δίκτυο χορδών στον ουρανό, που θα είναι αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία για τη θεωρία χορδών”, λέει ο Green. Τέτοιες βαριές χορδές θα ήταν επίσης πηγές των βαρυτικών κυμάτων, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ανίχνευση βαρυτικών κυμάτων από ανιχνευτές όπως είναι το LIGO στις ΗΠΑ αν πέσουν πάνω τους. “Είναι ένα μεγάλο στοίχημα, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε την απάντηση εντός 5-10 ετών”, τονίζει ο Polchinski.

Κύματα βαρύτητας θα μπορούσαν επίσης να παραχθούν και σε φάσεις μετατροπής στο πρώιμο σύμπαν, κατά τη διάρκεια των οποίων η δικιά μας τρισδιάστατη βράνη σταθεροποιήθηκε από μια βράνη υψηλότερων διαστάσεων. Αλλά αν τα βαρυτική κύματα μπορούν να ανιχνευθούν στην Κοσμική Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου, ίσως με την αποστολή Planck που θα ξεκινήσει το Νοέμβριο του 2008, τότε τα περισσότερα μοντέλα πληθωρισμού χορδών θα αποκλειόταν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πληθωριστική ενέργεια – η οποία εξουσιάζει το εύρος των εν λόγω πρωταρχικών βαρυτικών κυμάτων – πρέπει να είναι αρκετά χαμηλή για να αποτρέψει τις έξι συμπαγείς (μικροσκοπικές) διαστάσεις στη θεωρία χορδών, να απλωθούν προς τις μακροσκοπικές κλίμακες μαζί με τις τρεις διαστάσεις που παρατηρούμε.

Αυτό είναι ένα σαφές παράδειγμα του πώς τα μοντέλα της κοσμολογίας χορδών θα μπορούσαν να διαψευσθούν από το πείραμα, αν και η ρωσίδα Kallosh νομίζει ότι η εξήγηση της θεωρίας χορδών για την κοσμολογική σταθερά είναι επίσης δυνατόν να εξεταστεί πειραματικά. “Το κατασκεύασμα της θεωρίας KKLT – στο πλαίσιο του τοπίου χορδών – προσφέρει μια εξήγηση για την σκοτεινή ενέργεια, όπου προς το παρόν ταιριάζουν όλα τα στοιχεία,” λέει. “Αλλά αν και η παρατηρησιακή κοσμολογία είναι απίθανο να αποκλείσει την κοσμολογική σταθερά κατά τα επόμενα 10 χρόνια, αυτή η θεωρία δεν μπορεί να παραμείνει μια καλή εξήγηση για το μακροπρόθεσμο μέλλον.”

Πολλοί θεωρητικοί χορδών θα ήταν πολύ ευτυχείς εάν η κοσμολογική σταθερά αποδεικνυόταν ότι είναι η λάθος εξήγηση για την σκοτεινή ενέργεια, δεδομένου ότι θα μπορούσε αυτό να σημαίνει ότι το κενό κατά τα άλλα είναι μοναδικό – και όχι κάποιο τυχαίο μετασταθές σημείο σε ένα τοπίο άλλων 10500 πιθανοτήτων. “Αυτό θα μπορούσε να επαληθεύσει την μακρόχρονη ελπίδα μου, πως μπορεί κάποια μέρα να αντλήσουμε την σταθερά λεπτοδομής από τις πρώτες αρχές», λέει ο Witten.

Άλλοι φυσικοί σαν τον Susskind, ωστόσο, πιστεύουν ότι ήδη έχουμε μια εξήγηση για την κοσμολογική σταθερά. Ο λόγος είναι ότι ο πληθωρισμός αποτελεί ένα συγκλονιστικό φυσικό μηχανισμό για να συμπληρώσουμε το τοπίο της θεωρίας χορδών, δεδομένου ότι οι κβαντικές διακυμάνσεις του πεδίου ίνφλατον έχουν αναγκάσει διάφορες περιοχές του χωροχρόνου να διογκωθούν και ως εκ τούτου, να οδηγήσουν σε ένα “πολυσύμπαν” με σύμπαντα αποσυνδεδεμένα αιτιακώς και με διαφορετικές κοσμολογικές σταθερές.

“Η μόνη συνεπής εξήγηση που γνωρίζω για την κοσμολογική σταθερά – καθώς κάθε τρεις μήνες έρχονται κι άλλες – είναι ότι, ως συνέπεια του πληθωρισμού, το σύμπαν είναι εξαιρετικά μεγάλο και τόσο διαφορετικό όσο είναι δυνατόν,” εξηγεί ο Susskind. “Το τοπίο φαίνεται να είναι τόσο μεγάλο που στατιστικά θα επιτρέπει την παρουσία της κοσμολογικής σταθεράς που είναι απαραίτητη για την ύπαρξή μας: μιλάμε για την Ανθρωπική Αρχή – η ιδέα ότι οι ιδιότητες της φύσης υπαγορεύονται από το γεγονός ότι βρισκόμαστε εδώ για τις παρατηρούμε.

Παρά το γεγονός ότι έχει επιφυλάξεις για τη χρήση της Ανθρωπικής Αρχής, το 1987 ο Steven Weinberg χρησιμοποιεί το σκεπτικό της Ανθρωπικής Αρχής για να θέσει ένα πάνω όριο για την Κοσμολογική Αρχή, βρίσκοντας πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η τιμή της για να εξακολουθεί να επιτρέπει στους γαλαξίες και τους ανθρώπους να υπάρχουν. Ο Polchinski, που το 2000 ήταν ένας από τους πρώτους που είδε το δυναμικό ρόλο στη συλλογιστική της Ανθρωπικής Αρχής στη θεωρία χορδών, υπενθυμίζει πώς ένιωθε το 1998, όταν τα δεδομένα των σουπερνόβα επιβεβαίωσαν την πρόβλεψη του Weinberg αυτού του εξαιρετικά μικρού αριθμού. “Αν και ήταν ήδη σαφές ότι η θεωρία χορδών ταίριαζε με την ανθρωπική εκτίμηση του Weinberg για την κοσμολογική σταθερά, ήμουν πολύ δυσαρεστημένος, όταν επιβεβαιώθηκε επειδή δεν ήθελα να πιστέψω ότι οι εξηγήσεις του είναι σωστές.”

Για τον Susskind και άλλους υπέρμαχους του ανθρωπογενούς τοπίου, ωστόσο, έλαβαν ένα ‘δώρο’ με την δημοσίευση της περίφημης εργασίας KKLT το 2003, όταν ο Linde και η υπόλοιπη ομάδα χρησιμοποίησαν πληθωριστική θεωρία για την εκτίμηση του χρόνου αποσύνθεσης του μετασταθούς σύμπαντος, όπως υπονοείται από τον μηχανισμό KKLT. Αποδείχθηκε ότι ήταν ακριβώς ο ίδιος αριθμός στον οποίο είχε φτάσει ο Susskind για την διάρκεια του σύμπαντος de Sitter χρησιμοποιώντας εντελώς γενικά επιχειρήματα από τη θεωρία χορδών. “Όταν είπαμε στον Susskind και στους συνεργάτες του τα νέα αυτά”, υπενθυμίζει ο Linde, “έγιναν ευτυχείς, διότι επιβεβαιώθηκε η διαίσθηση του Susskind σχετικά με το τοπίο.” Ο Linde λέει ότι από την άποψη του κοσμολόγου, η δυνατότητα να δικαιολογούν τη χρήση της Ανθρωπικής Αρχής στο πλαίσιο του πληθωρισμού είναι ένα από τα καλύτερα επιχειρήματα υπέρ της θεωρίας χορδών.

Ο Gross παραδέχεται, με κάποια θλίψη, ότι το ανθρωπικό σκεπτικό αποτελεί λογική λύση για το πρόβλημα της κοσμολογικής σταθεράς. “Αυτό που με αναστατώνει, όμως, είναι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να την προσαρμόσουν σε μια ισχυρή Ανθρωπική Αρχή, που σας επιτρέπει να υπολογίσετε την πιθανότητα να υπάρχουμε σε ένα « πιθανό »σύμπαν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε ποια είναι η κόλαση, που αναφερόμαστε όταν πρόκειται για το πολύ πρώιμο σύμπαν”, εξηγεί.

Ο Gross επισημαίνει ότι οι φυσικοί έχουν κατορθώσει να εξηγήσουν και μικρότερους αριθμούς στο παρελθόν. “Η μάζα του πρωτονίου είναι 1019 φορές μικρότερη από την φυσική της κλίμακα, την μάζα Planck, οπότε θα μπορούσαμε να τρίβουμε τα χέρια μας γι ‘αυτό. Αντίθετα όμως βρήκαμε την ασυμπτωτική ελευθερία [για την οποία ο Gross πήρε Βραβείο Νόμπελ]: Η QCD λέει ότι η σχετική αναλογία των μαζών δεν είναι 1019, είναι είναι να συνδεθείτε log(1019), λόγω του τρόπου που η σταθερά σύζευξης αλλάζει με την ενέργεια, που η QCD μπορεί να εξηγήσει. Αν είχαμε κι ένα παρόμοιο συγκλονιστικό δυναμικό μηχανισμό γιατί η κοσμολογική σταθερά έχει μια τέτοια αφύσικα μικρή τιμή, το 95% του κόσμου που ακολουθεί τα επιχειρήματα της Ανθρωπικής Αρχής – συμπεριλαμβανομένου και του Susskind – θα την είχαν εγκαταλείψει. ”

Βέβαια δεν έχουν λάβει τέτοια ισχυρή θέση για την Ανθρωπική Αρχή όλοι οι θεωρητικοί των χορδών, όπως κάνουν οι Gross και Susskind. “Η ανθρωπική ερμηνεία του τοπίου είναι σχετικά ασήμαντη”, τονίζει ο Schwarz. “Δεν γνωρίζουμε πόση από τη θεμελιώδη φυσική μπορεί να συναχθεί μαθηματικά και πόση καθορίζεται από το περιβάλλον.”.

Ο Kachru, που είναι “στο μέσον”, όταν πρόκειται για το πώς να ερμηνεύσει το τοπίο, σκέφτεται ότι η ιδέα αυτή είναι υπερπουλημένη. “Προτού έρθει η θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα, οι άνθρωποι είχαν πραγματικά απορία για τη σχέση της απόστασης μεταξύ των πλανητών», λέει. “Αλλά όταν αναπτύχθηκε η θεωρία δεν επίλυσε το πρόβλημα αυτό – αντίθετα οι σχέσεις ήταν καθορισμένες από τις αρχικές συνθήκες. Ο κόσμος θα μπορούσε να πει ότι επειδή τυχαίνει να ζούμε στην σωστή απόσταση από τον Ήλιο για να είναι το νερό υγρό, υπάρχει ένα βαθύ ανθρωπογενές μάθημα που πρέπει να αντλήσουμε από τη Νευτώνεια βαρύτητα. Όμως, αντίθετα αυτοί πάνε να αντιμετωπίσουν άλλες δυναμικές ερωτήσεις. Το ίδιο θα μπορούσε να εφαρμοστεί για να κατανοήσουμε την κοσμολογική σταθερά σήμερα. ”

Προς την επόμενη επανάσταση

Έχουν περάσει 23 χρόνια από τότε που έγινε η “πρώτη επανάσταση των υπερχορδών”, και τα μισά χρόνια από τη δεύτερη. Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι θεωρητικοί των χορδών οφείλουν μια τρίτη επανάσταση για την κατανόηση των χορδών; Σύμφωνα με τον Susskind, το τοπίο είναι η επόμενη επανάσταση, και από μια κοσμολογική άποψη αυτή θα είναι ακόμη μεγαλύτερη επανάσταση από τις άλλες. “Σε ό,τι αφορά την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε τον Κόσμο, το ανθρωπικό τοπίο είναι σίγουρα τόσο μεγάλο όσο οι άλλες επαναστάσεις,” προσθέτει ο Polchinski. “Σε κάποιο σημείο, όμως, η επανάσταση θα είναι η εξής: ποια θα είναι η εξίσωση; Ποιά είναι η μορφή που θα πάρει η εξίσωση”.

Ο Gross, εν τω μεταξύ, εκτιμά ότι η πρώτη πραγματική επανάσταση στη θεωρία χορδών ακόμη να συμβεί. “Η Κβαντική μηχανική χρειάστηκε περίπου 20 χρόνια για την ανάπτυξη της, που κατέληξε σε μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών με τους Heisenberg και Schrödinger. Αλλά αντίθετα με ό,τι συνέβη στη θεωρία χορδών στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και του 1990, η κβαντομηχανική επανάσταση εκτόπισε το σύνολο των ιδεών του κλασικού ντετερμινισμού με έναν τρόπο που δεν έχει ακόμη πλήρως κατανοηθεί έως σήμερα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ορισμένα νεαρά λαμπρά μυαλά που να κάνουν έξυπνες υποθέσεις – όπως ο Heisenberg, που ήταν ξεκίνησε από λίγες μετατροπές μέχρι να φτάσει στις μήτρες — και να ολοκληρώσει την επανάσταση των χορδών. “Μάλιστα, μία από τις πτυχές της θεωρίας χορδών που ενοχλούν τον Susskind είναι ότι δεν προσφέρουν αρκετές γνώσεις για το παζλ της κβαντικής μηχανικής.

Λοιπόν, τι έγιναν όλες αυτές οι μεγαλόστομες υποσχέσεις για μια θεωρία των πάντων που οι θεωρητικοί των χορδών υπόσχονταν στις μεθυστικές ημέρες από τα μέσα της δεκαετίας του 1980; “Έχω κάνει κριτική στο παρελθόν για κάποια πράγματα από τη ρητορική που χρησιμοποιείται από τους λάτρεις των χορδών”, λέει ο Howard Georgi του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, που επινόησε την υπερσυμμετρική επέκταση του Στάνταρτ Μοντέλου το 1981. “Αλλά νομίζω ότι το πρόβλημα αυτό έχει διορθωθεί σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους θεωρητικούς χορδών, που έμαθαν πόση περίπλοκη είναι πραγματικά η θεωρία των χορδών. Ανησυχώ περισσότερο για το που εστιάζουν οι νεαροί θεωρητικοί στις μαθηματικές λεπτομέρειες, και δεν θεωρώ πρόβλημα την εξέταση του πραγματικού κόσμου στα πειράματα της σκέδασης των σωματιδίων. Όμως με κάποια τύχη στον επιταχυντή LHC θα φροντίσω να υπενθυμίσω στους ανθρώπους πόσο ενδιαφέρον μπορεί να είναι ο πραγματικός κόσμος.”

Όσο για τις απειλές που έρχονται από αυτούς που είναι έξω από την κοινότητα των χορδών, μερικοί θεωρητικοί των χορδών πιστεύουν ότι μερικές φορές η αρνητική εικόνα της θεωρίας χορδών στον κόσμο πρόσφατα είχε πολύ του αποτελέσματος εκτός από το να ενοχλούν τους ανθρώπους. “Ο λόγος που η προσπάθεια των Smoit [τα αρχικά των Smolin / Woit που κάνουν έντονη κριτική στην θεωρία χορδών ] “δεν έχει κάνει σοβαρή ζημιά είναι ότι η θεωρία των χορδών είχε να πει κατάλληλα πράγματα σε μια ευρεία κοινότητα των φυσικών και των μαθηματικών, από τους θεωρητικούς των μαύρων οπών έως τους πυρηνικούς θεωρητικούς φυσικούς, μέχρι τους σωματιδιακούς φυσικούς. Άνθρωποι σε καλά τμήματα της φυσικής το γνωρίζουν αυτό,” διευκρινίζει ο Susskind.

Ο Gerard ‘t Hooft (δεξιά) από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, που πήρε βραβείο Νόμπελ το 1999 για το έργο του σχετικά με την ηλεκτρασθενή θεωρία, πιστεύει ότι οι συζητήσεις σχετικά με την αξία των θεωριών, θα πρέπει να περιορίζονται σε επαγγελματικούς κύκλους. “Βάζοντας στο παιχνίδι ένα ευρύτερο κοινό, κάποιου του προκαλείται η εντύπωση ότι εντελώς γενικά επιχειρήματα θα αρκούσαν για τον αποκλεισμό αυτού του είδους της έρευνας, αλλά αυτό σίγουρα δεν ισχύει. Ένα εντυπωσιακό σώμα της μαθηματικής γνώσης έχει αποκαλυφθεί από τους θεωρητικούς των χορδών, και το ερώτημα σε ποιό βαθμό αυτά τα μαθηματικά περιγράφουν τον πραγματικό κόσμο είναι ένα πολύ τεχνικό ζήτημα. ”

Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, ωστόσο, ορισμένες από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των θεωρητικών των χορδών είναι πειραματικές. “Το πρόβλημα είναι ότι η σωματιδιακή φυσική και η κοσμολογία είναι ακριβές, και μερικές φορές αυτό που ανακαλύφθηκε είναι δύσκολο να το εξηγήσω στους πολιτικούς ή ακόμα και σε επιστήμονες από άλλους τομείς”, τονίζει ο Witten. “Δεν νομίζω ότι η χρηματοδότηση για τους θεωρητικούς είναι το πρόβλημα, διότι νομίζω ότι, εφόσον συντρέχουν συναρπαστικές ιδέες εκεί, τότε ο κόσμος θα θέλει να εργαστεί σε αυτές.”

Γι αυτό και το συνέδριο Χορδές 08 πρόκειται να διεξαχθούν στο CERN. Προγραμματίστηκε να συμπέσει με την έναρξη λειτουργίας των συγκρούσεων με την υψηλότερη ενέργεια που έγιναν ποτέ – όταν μπορεί να φανούν από τους ανιχνευτές του LHC μίνι μαύρες τρύπες, υπερσυμμετρία και πρόσθετες διαστάσεις.

Όμως οι ερευνητές πρέπει να γεφυρώσουν κάπως το χάσμα μεταξύ της θεωρίας και του πειράματος, πριν μπορέσουν να επαληθεύσουν ότι το θεμελιώδες στρώμα της φύσης είναι πραγματικά ο ήχος των χορδών που πάλλονται. Οι περισσότεροι θεωρητικοί φαίνονται διατεθειμένοι να περιμένουν για μια οριστική απάντηση ως προς το κατά πόσον η θεωρία των χορδών είναι μια βιώσιμη θεωρία της φυσικής. “Υπάρχει μια ιστορία”, λέει ο Weinberg, “ότι όταν ο Τσου Εν Λάι (ένας Κινέζος Πρωθυπουργός), ρωτήθηκε τι πίστευε για την Γαλλική Επανάσταση, απάντησε ότι “Είναι πολύ νωρίς για να το δούμε”. Έτσι πιστεύω και για τη θεωρία χορδών.”

Η θεωρία χορδών με μια ματιά:

Η θεωρία χορδών υπονοεί ότι τα “στοιχειώδη σωματίδια” είναι απλά εκφάνσεις μιας πιο θεμελιώδους κατάστασης της Φύσης που περιγράφονται από μονοδιάστατες (1D) χορδές μήκους 10-35 μέτρα.

Η θεωρία εμφανίστηκε το 1968 και επιχείρησε να περιγράψει την ισχυρή πυρηνική δύναμη, αλλά σύντομα φάνηκε ότι μπορούσε να γίνει μια πιθανή «θεωρία των πάντων» που θα μπορούσε να ενοποιήσει τη βαρύτητα με τις άλλες τρεις δυνάμεις στη φύση.

Η θεωρία χορδών είναι ένα πλαίσιο που περιγράφει όλες τις θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις με τη βοήθεια της τάσης των χορδών, αλλά αυτή η κομψή εικόνα ισχύει μόνο σε ένα κόσμο δέκα διαστάσεων (10D) που είναι υπερσυμμετρικός.

Για να μας περιγράψουν τον ασύμμετρα Κόσμο των τεσσάρων διαστάσεων, οι ερευνητές προσπαθούν να βρουν τρόπους να “συμπαγοποιήσουν” τις επιπλέον διαστάσεις και να σπάσουν την υπερσυμμετρία – που οδηγεί σε ένα τεράστιο “τοπίο” τουλάχιστον 10500 λύσεων.

Με αντιφατικό τρόπο, ορισμένοι ερευνητές επικαλέστηκαν την ανθρωπική αρχή για να ερμηνεύσουν το τεράστιο “τοπίο” της θεωρίας χορδών, όμως άλλοι επιμένουν για κάποιο είδος Αρχής της δυναμικής επιλογής ανάμεσα σε αυτές τις 10500 λύσεις.

Από το 1995 οι ερευνητές γνώριζαν ότι η θεωρία χορδών είναι στην πραγματικότητα μια θεωρία για αντικείμενα των πολύ υψηλών διαστάσεων, που ονομάζεται βράνες, οι οποίες προάγουν βαθιές μαθηματικές συνδέσεις που ονομάζεται δυαδικότητες.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι δυαδικότητες κάνουν τη θεωρία χορδών ισοδύναμη με την κβαντική θεωρία πεδίου, και δείχνουν ότι η θεωρία χορδών έχει μια μοναδική διαμόρφωση 11 διαστάσεων που λέγεται Μ-θεωρία.

Παρόλο που δεν έχει κάνει μέχρι τώρα μια σαφή πρόβλεψη τι μπορεί να αποκλείσει, η θεωρία χορδών πρόσφερε στους φυσικούς μια καλύτερη κατανόηση των μαύρων οπών και δίνει ένα αναλυτικό εργαλείο για τη μελέτη μιας ακραίας κατάστασης της ύλης, που ονομάζεται πλάσμα κουάρκ-γκλουονίων.

Αποδεικτικά στοιχεία για τη θεωρία χορδών μπορούν επίσης να ανακαλυφθούν στον Μεγάλο Επιταχυντή Συγκρουόμενων Αδρονίων στο CERN, με τη μορφή νέων σωματιδίων, ενώ κοσμολογικά δεδομένα δίνουν κι άλλες διόδους για την δοκιμασία της θεωρίας χορδών.

Η θεωρία χορδών θεωρείται ότι είναι η καλύτερη θεωρία της κβαντικής βαρύτητας, και γι αυτό θα μπορούσε ώστε να απαντηθούν οι ερωτήσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν άλλες θεωρίες, όπως η φύση της μοναδικότητας του Big Bang

Χρονολογικός πίνακας της θεωρίας χορδών

1968

Ο Gabriele Veneziano ανακαλύπτει πως η “βήτα συνάρτηση” του Euler (που μετρούσε ήδη 200 χρόνια ζωής) ήταν ικανή να εξηγήσει πολλά δεδομένα της ισχυρής δύναμης, που είχαν συγκεντρωθεί σε πολλά πειράματα μέτρησης των πλατών σκέδασης διαφόρων αδρονίων.

1970

Οι Leonard Susskind, Yoichiro Nambu και Holger Neilsen ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο ταυτοποιούν τα πλάτη του Veneziano σε λύσεις μιας κβαντομηχανικής θεωρίας μποζονικών χορδών της μιας διάστασης.

1971

Ο Claud Lovelace αναγνωρίζει ότι η θεωρία χορδών απαιτεί την ύπαρξη 26 διαστάσεων; οι Yuri Gol’fand και Eugeny Likhtman ανακαλύπτουν υπερσυμμετρία σε 4 διαστάσεις; οι John Schwarz, André Neveu και Pierre Ramond αναγνωρίζουν πως η θεωρία χορδών απαιτεί υπερσυμμετρία για να προσαρμόσει τα φερμιόνια καθώς επίσης και τα μποζόνια Ο Gerard ‘t Hooft δείχνει ότι η ηλεκτρασθενής ενοποίηση που προτάθηκε από τον Steven Weinberg το 1967 είναι “επανακανονικοποίησιμη”, καθιστώντας κατά συνέπεια τις θεωρίες βαθμίδας φυσικά βιώσιμες.

1973

Οι Julius Wess και Bruno Zumino αναπτύσσουν θεωρίες υπερσυμμετρικές κβαντικές θεωρίες πεδίου. Οι David Gross, Frank Wilczek και David Politzer ανακαλύπτουν ασυμπτωτική ελευθερία κι έτσι ιδρύουν την κβαντική χρωμοδυναμική QCD, που μαζί με την ηλεκτρασθενή θεωρία φτιάχνουν το Στάνταρτ Μοντέλο.

1974

Οι Schwarz και Joel Scherk (και, ανεξάρτητα, ο Tamiaki Yoneya) αναγνωρίζουν ότι η θεωρία χορδών περιέχει βαρυτόνια, και προτείνουν ένα ενοποιημένο πλαίσιο της κβαντομηχανικής και της γενικής σχετικότητας. Οι Sheldon Glashow και Howard Georgi προτείνουν τη Μεγάλη Ενοποίηση του Στάνταρτ Μοντέλου των δυνάμεων μέσω της ομάδας συμμετρίας SU (5).

1976

Ο Stephen Hawking ισχυρίζεται πως η κβαντική μηχανική παραβιάζεται κατά την διάρκεια του σχηματισμού και της αποσύνθεσης της μαύρης τρύπας. Οι μαθηματικοί αποκαλύπτουν τις πολλαπλότητες (διαστήματα) Calabi–Yau.
1978

Οι Eugène Cremmer, Bernard Julia και Scherk κατασκευάζουν υπερβαρύτητα 11D που ενσωματώνει υπερσυμμετρία στην Γενική Σχετικότητα

1981

Οι Schwarz και Michael Green διτυπώνουν την θεωρία υπερχορδών Τύπου I; οι Georgi και Σάββας Δημόπουλος προτείνουν τις υπερσυμμετρικές επεκτάσεις του Στάνταρτ Μοντέλου.

1982

Οι Green και Schwarz αναπτύσσουν την θεωρία υπερχορδών Τύπου II; ενώ ο Andrei Linde και άλλοι εφευρίσκουν τη σύγχρονη πληθωριστική θεωρία από την οποία προκύπτει το πολυσύμπαν

1983

Η ανακάλυψη των μποζονίων W και Z στο CERN σφραγίζει μια δεκαετία επιτυχιών του Καθιερωμένου Μοντέλου. Οι Ed Witten και Luis Alvarez-Gaumé δείχνουν ότι οι ανωμαλίες βαθμίδας ακυρώνονται στην θεωρία υπερχορδών Τύπου IIB.

1984

Οι Green και Schwarz δείχνουν ότι οι ανωμαλίες στην θεωρία Τύπου I ακυρώνονται αν η θεωρία είναι 10 διαστάσεων (10D) και έχει είτε SO(32) ή E8 × E8 συμμετρία βαθμίδας. Ανακαλύπτεται η δυαδικότητα T.

1985

Οι Gross, Jeff Harvey, Ryan Rohm και Emil Martinec κατασκευάζουν την ετερωτική θεωρία χορδών Οι Philip Candelas, Andrew Strominger, Gary Horowitz και Witten βρίσκουν έναν τρόπο για να συμπαγοποιήσουν τις πρόσθετες διαστάσεις χρησιμοποιώντας διαστήματα Calabi–Yau.

1987

Ο Weinberg χρησιμοποιεί τον ανθρωπικό συλλογισμό για να τοποθετήσει ένα όριο στην κοσμολογική σταθερά.

1994

Ο Susskind προτείνει την ολογραφική αρχή με την επέκταση της εργασίας του ‘t Hooft.

1995

Οι Paul Townsend και Chris Hull, και Witten, προτείνουν ότι η θεωρία Τύπου IIA είναι ασθενώς συνδεδεμένη με τη Θεωρία-Μ των 11D. Ο Polchinski ανακαλύπτει τις D-βράνες. Ο Witten και άλλοι υποθέτουν ότι και οι πέντε θεωρίες χορδών συνδέονται με δυαδικότητες, κάποιες από τις οποίες περιγράφονται από τις D-βράνες.

1996

Οι Witten και Polchinski ανακαλύπτουν ότι η θεωρία Τύπου I και η ετερωτική θεωρία SO(32) συνδέονται με S-δυαδικότητα. Οι Witten και Petr Hořava δείχνουν ότι E8 × E8 είναι το χαμηλής ενέργειας όριο της M-θεωρίας. Οι Strominger και Cumrun Vafa υποθέτουν ότι ο τύπος της εντροπίας των Bekenstein–Hawking χρησιμοποεί θεωρία χορδών. Τέλος ο Susskind και άλλοι προτείνουν μια υποψήφια θεωρία για τη M-θεωρία που λέγεται θεωρία Πίνακα (Matrix).

1997

Ο Juan Maldacena ανακαλύπτει την ισοδυναμία μεταξύ της θεωρίας χορδών και της κβαντικής θεωρίας πεδίου (δυαδικότητα (AdS/CFT), παρέχοντας κατά συνέπεια μια ακριβή εκδήλωση της ολογραφικής αρχής.

1998

Η πειραματική ανακάλυψη της επιταχυνόμενης διαστολής του σύμπαντος προτείνει μια μικρή, θετική τιμή του αναμενόμενου κενού υπό τη μορφή της κοσμολογικής σταθεράς Η Lisa Randall και Raman Sundrum προτείνουν τα σενάρια των βρανόκοσμων ως εναλλακτική λύση στην συμπαγοποίηση των πρόσθετων διαστάσεων.

1999

Οι Gia Dvali και Henry Tye προτείνουν μοντέλα βρανο-πληθωρισμού.

2003

Μια επιστημονική ανακοίνωση με το όνομα KKLT (από τα αρχικά των θεωρητικών που την έγραψαν) δείχνει πως η υπερσυμμετρία μπορεί να σπάσει για να παραγάγει μια μικρή, θετική τιμή του κενού χρησιμοποιώντας συμπαγοποιημένη ροή για να διαχειριστεί τις πρόσθετες διαστάσεις. Ο Susskind προτείνει τον όρο “τοπίο” για να περιγράψει τον τεράστιο αριθμό των λύσεων που υπονοείται από την συμπαγοποιημένη ροή, και επικαλείται την ανθρωπική αρχή και το πολυσύμπαν για να εξηγήσει την κοσμολογική σταθερά. Η επιστημονική εργασία KKLMMT επεκτείνει το KKLT στην κοσμολογία.

2004

Ο Hawking αναγνωρίζει ότι έκανε λάθος για τις μαύρες τρύπες και πληρώνει το στοίχημα που είχε βάλει με τον John Preskill.

2005

Η θεωρία χορδών αναφέρεται στο πλαίσια του πλάσματος κουάρκ-γκλουονίων στον επιταχυντή RHIC χάρις στην εφαρμογή AdS/CFT, και με αυτόν τον τρόπο επιστρέφει η θεωρία στις ρίζες της ως η περιγραφή των αδρονίων.

Ο δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος και το βέλος του χρόνου

Το 1856 ο γερμανός φυσικός Hermann von Helmholtz έκανε ίσως την πιο μελαγχολική πρόβλεψη στην ιστορία της επιστήμης. Το σύμπαν, ισχυρίστηκε ο Helmholtz, πεθαίνει. Η βάση αυτής της ζοφερής δήλωσης ήταν ο λεγόμενος δεύτερος Νόμος της θερμοδυναμικής. Ο εν λόγω νόμος διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα ως μια πρόταση σχετικά με την απόδοση των θερμικών μηχανών. Σύντομα, όμως, αναγνωρίστηκε η σημασία του για ολόκληρο το σύμπαν και οι όντως κοσμικές συνέπειες του.

Στην απλούστερη εκδοχή του, ο δεύτερος Νόμος ορίζει ότι η θερμότητα ρέει πάντα αυθόρμητα από τα θερμά στα ψυχρά σώματα και ποτέ από τα ψυχρά στα θερμά χωρίς να δαπανήσουμε ενέργεια. Φυσικά, αυτή είναι μια γνωστή και προφανής ιδιότητα των φυσικών συστημάτων.

Η ροή της θερμότητας, όμως, έχει μόνο μία κατεύθυνση, και επομένως η παραπάνω διαδικασία παρουσιάζει ασυμμετρία στο χρόνο. Μια ταινία που θα έδειχνε θερμότητα να ρέει αυθόρμητα από ένα ψυχρό σ’ ένα θερμό σώμα θα φαινόταν το ίδιο παράξενο με ένα ποτάμι που ρέει προς την κορυφή ενός λόφου ή με σταγόνες βροχής που ανεβαίνουν προς τα σύννεφα. Μπορούμε, επομένως, να αναγνωρίσουμε μια θεμελιώδη κατεύθυνση στη ροή της θερμότητας, η οποία συχνά αναπαριστάται με ένα βέλος που δείχνει από το παρελθόν στο μέλλον. Αυτό το «βέλος του χρόνου» δείχνει τη μη αντιστρεπτή φύση των θερμοδυναμικών διεργασιών, και η ύπαρξη του έχει γοητεύσει τους φυσικούς τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.

Ακολούθως το έργο του Helmholtz, του Rudolf Clausius, και του λόρδου Kelvin οδήγησε στην αναγνώριση της σημασίας μιας ποσότητας που ονομάζεται εντροπία (το μέτρο της αταξίας) και χαρακτηρίζει τις μη αντιστρεπτές μεταβολές στη θερμοδυναμική. Στην απλή περίπτωση ενός θερμού σώματος που βρίσκεται σε επαφή με ένα ψυχρό σώμα, η εντροπία ορίζεται ως η θερμική ενέργεια διηρημένη με τη θερμοκρασία.

S =< dQ/dT

(Η ισότητα ισχύει στις λεγόμενες αντιστρεπτές μεταβολές. Δηλαδή σε εκείνες που αν κάνουμε τους αντίθετους ακριβώς χειρισμούς από αυτούς που κάναμε κατά τη διάρκεια της μεταβολής, τόσο το σύστημά μας όσο και το περιβάλλον του οδηγούνται ξανά στις αρχικές τους καταστάσεις. Οι αντιστρεπτές μεταβολές είναι εξιδανικευμένες μεταβολές. Στις πραγματικές μεταβολές ισχύει η ανισότητα)

Ας θεωρήσουμε μια μικρή ποσότητα θερμότητας που ρέει από το θερμό στο ψυχρό σώμα. Το θερμό σώμα θα χάσει κάποια εντροπία, ενώ το ψυχρό θα κερδίσει. H εντροπία, όμως, την οποία θα κερδίσει το ψυχρό σώμα είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα χάσει το θερμό, διότι, ενώ η ποσότητα της θερμικής ενέργειας που ανταλλάσσεται είναι η ίδια, οι θερμοκρασίες τους διαφέρουν. Άρα, η συνολική εντροπία ολόκληρου του συστήματος —ψυχρό και θερμό σώμα μαζί— τελικά αυξάνεται. Μια διατύπωση, συνεπώς, του Δεύτερου Νόμου της θερμοδυναμικής είναι ότι η εντροπία ενός τέτοιου συστήματος δεν μειώνεται ποτέ, αφού μείωση της εντροπίας θα σήμαινε ότι κάποιο ποσό θερμότητας είχε μεταφερθεί αυθόρμητα από το ψυχρό στο θερμό σώμα.

Πληρέστερη ανάλυση του Δεύτερου Νόμου επιτρέπει τη γενίκευση του σε όλα τα κλειστά συστήματα: η εντροπία δεν ελαττώνεται ποτέ. Αν το σύστημα περιλαμβάνει ένα ψυγείο, το οποίο μπορεί να μεταφέρει θερμότητα από μια ψυχρή περιοχή (θάλαμος) σε μια θερμή (περιβάλλον), τότε στον υπολογισμό της συνολικής εντροπίας του συστήματος θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και την ενέργεια που καταναλώνεται για τη λειτουργία του ψυγείου. Αυτή η κατανάλωση ενέργειας αυξάνει την εντροπία, και αποδεικνύεται ότι πάντοτε η αύξηση που προκαλείται από τη λειτουργία του ψυγείου είναι μεγαλύτερη από τη μείωση που προκύπτει από τη μεταφορά θερμότητας από την ψυχρή στη θερμή περιοχή.

Στα φυσικά συστήματα, επίσης, όπως εκείνα που περιλαμβάνουν βιολογικούς οργανισμούς ή σχηματισμό κρυστάλλων, η εντροπία ενός μέρους τους συχνά μειώνεται. Πάντοτε, όμως, αυτή η μείωση συνοδεύεται από αντισταθμιστική αύξηση της εντροπίας ενός άλλου μέρους του συστήματος. Συνολικά, επομένως, η εντροπία ουδέποτε ελαττώνεται.

Αν θεωρήσουμε ολόκληρο το σύμπαν ως ένα κλειστό σύστημα, με βάση το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτε «έξω» από αυτό, τότε ο δεύτερος Νόμος της θερμοδυναμικής προβλέπει κάτι πολύ σημαντικό: η συνολική εντροπία του σύμπαντος ουδέποτε μειώνεται. Αντίθετα, αυξάνεται αδυσώπητα. Ένα καλό παράδειγμα μιας άλλης διαδικασίας προς τη μία κατεύθυνση βρίσκουμε στον Ήλιο, ο οποίος εκπέμπει συνεχώς θερμότητα στα ψυχρά βάθη του Διαστήματος. Αυτή η θερμότητα διαχέεται στο σύμπαν χωρίς ποτέ να επιστρέφει. Πρόκειται για μια ολοφάνερα μη αντιστρεπτή διαδικασία.

Προκύπτει, όμως, ένα εύλογο ερώτημα: μπορεί η εντροπία του σύμπαντος να αυξάνεται για πάντα; Ας θεωρήσουμε ένα θερμό και ένα ψυχρό σώμα που έρχονται σε επαφή στο εσωτερικό ενός θερμικά μονωμένου δοχείου. Θερμική ενέργεια ρέει από το θερμό στο ψυχρό σώμα, και η εντροπία αυξάνεται. Έτσι, όμως, το ψυχρό σώμα θερμαίνεται ενώ το θερμό ψύχεται, ώστε τελικά αποκτούν και τα δύο την ίδια θερμοκρασία. Όταν επιτυγχάνεται αυτή η κατάσταση, παύει κάθε μεταφορά θερμότητας. Το σύστημα μέσα στο δοχείο έχει ομοιόμορφη θερμοκρασία — βρίσκεται σε μια σταθερή κατάσταση μέγιστης εντροπίας, η οποία είναι γνωστή ως κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας. Περαιτέρω αλλαγή δεν αναμένεται, εφόσον το σύστημα παραμένει απομονωμένο. Εάν όμως τα σώματα διαταραχθούν με κάποιον τρόπο, λόγου χάρη με την εισαγωγή θερμότητας στο δοχείο, τότε εμφανίζεται εκ νέου θερμική δραστηριότητα και η εντροπία αυξάνεται σε υψηλότερη μέγιστη τιμή.

Ποιες πληροφορίες μας δίνουν αυτές οι βασικές ιδέες της θερμοδυναμικής για τις αστρονομικές και κοσμολογικές μεταβολές; Στην περίπτωση του ήλιου και των περισσότερων άστρων, η εκροή θερμότητας μπορεί να συνεχιστεί για πολλά δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά σίγουρα δεν είναι ανεξάντλητη. Σ’ ένα κανονικό άστρο η θερμότητα παράγεται από πυρηνικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό του. Κάποτε ο ήλιος μας θα εξαντλήσει τα καύσιμα του και θα αρχίσει να ψύχεται ώσπου να αποκτήσει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος χώρου.

Αν και ο Hermann von Helmholtz δεν γνώριζε τίποτε για τις πυρηνικές αντιδράσεις (η πηγή της τεράστιας ηλιακής ενέργειας αποτελούσε μυστήριο εκείνη την εποχή) κατανόησε τη γενική αρχή ότι όλες οι φυσικές δραστηριότητες στο σύμπαν τείνουν προς μια τελική κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας, ή μέγιστης εντροπίας, ύστερα από την οποία τίποτε το αξιόλογο δεν πρόκειται να συμβεί σε όλους τους επόμενους αιώνες. Αυτή η μονόδρομη διολίσθηση του σύμπαντος προς την ισορροπία ονομάστηκε από τους πρώτους επιστήμονες της θερμοδυναμικής «θερμικός θάνατος» του σύμπαντος. Φυσικά, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι απομονωμένα συστήματα είναι δυνατόν να αναζωογονηθούν από εξωτερικές διαταραχές. Για το σύμπαν, όμως, εξ ορισμού δεν υπάρχει τίποτε «εξωτερικό», και επομένως τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει έναν καθολικό θερμικό θάνατο.

Η ανακάλυψη ότι ο θάνατος του σύμπαντος αποτελεί αμείλικτη συνέπεια των νόμων της θερμοδυναμικής είχε βαθιά καταθλιπτική επίδραση σε πολλές γενιές επιστημόνων και φιλοσόφων, όπως τον Bertrand Russell κλπ.

Το βέλος του χρόνου

Στις φυσικές επιστήμες, το βέλος του χρόνου είναι ένας όρος που πλάστηκε το 1927 από το βρετανό αστρονόμο Arthur Eddington, που τον χρησιμοποίησε για να διακρίνει μια κατεύθυνση του χρόνου σε έναν τετραδιάστατο σχετικιστικό χάρτη του σύμπαντος. Σύμφωνα δε με τον Eddington, το βέλος του χρόνου μπορεί να οριστεί μελετώντας την οργάνωση των ατόμων, των μορίων, και των οργανισμών.

Οι φυσικές διαδικασίες σε μικροσκοπικό επίπεδο θεωρούνται είτε εντελώς είτε συνήθως συμμετρικές ως προς τον χρόνο, που σημαίνει ότι οι θεωρητικές δηλώσεις που τα περιγράφουν παραμένουν αληθινές ακόμα κι αν η κατεύθυνση του χρόνου αντιστρέφεται.

Θα μπορούσε ασφαλώς να αναρωτηθεί κανείς, γιατί είναι τόσο σημαντική η ιδέα του βέλους του χρόνου; Δεν έχουμε όλοι συνείδηση της μη αναστρέψιμης ροής του χρόνου, όπου το παρελθόν είναι δεδομένο και το μέλλον ανοιχτό; Η

Η απάντηση είναι η εξής: Παρά το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας πως στις φυσικές διαδικασίες ο χρόνος ακολουθεί μία μόνο κατεύθυνση, από το παρελθόν προς το μέλλον, εν τούτοις κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες, κυρίως στη Νευτώνεια Μηχανική, δεν αποκλείστηκε η ιδέα της αναστρεψιμότητας του χρόνου. Με την κυριαρχία της Νευτώνειας Μηχανικής το σύνολο του φυσικού κόσμου αντιμετωπίστηκε σαν μια τεράστια μηχανή, όπου κυριαρχεί ο ντετερμινισμός και όπου ο κόσμος είναι συμμετρικός ως προς τον χρόνο.

Σε ένα τέτοιο μοντέλο η περιγραφή του κόσμου καταλήγει σε μια ταυτολογία, εφόσον τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν εμπεριέχονται στο παρόν!

Με άλλα λόγια, αφού ξέρουμε τι συνέβη κατά το παρελθόν το ίδιο θα ισχύει και στο μέλλον. Άρα το βιβλίο της ιστορίας του Σύμπαντος είναι ήδη γραμμένο και δεν υπάρχει περιθώριο για το καινοφανές, το απρόβλεπτο και το γίγνεσθαι μέσα στη φύση.

Όταν όμως περιγράφουμε τα πράγματα στο μακροσκοπικό επίπεδο συχνά φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει: εκεί υπάρχει μια προφανής κατεύθυνση ή ροή του χρόνου. Ένα βέλος του χρόνου είναι οτιδήποτε που παρουσιάζει μια τέτοια χρονική μη συμμετρία.

Ιστορία του όρου

Στο βιβλίο του The Nature of the Physical World ο Eddington, που δημοσιεύτηκε το 1928, γράφει τα εξής:

“Σχεδιάστε ένα βέλος αυθαίρετα. Εάν καθώς ακολουθούμε τη φορά του βέλους βρίσκουμε ολοένα και περισσότερα τυχαία στοιχεία στην κατάσταση του σύμπαντος, τότε το βέλος δείχνει προς το μέλλον, εάν τα τυχαία στοιχεία μειώνονται το βέλος δείχνει προς το παρελθόν. Αυτή είναι η μόνη διάκριση που είναι γνωστή στη φυσική. … Θα χρησιμοποιήσω τη φράση “Το βέλος του χρόνου” για να εκφράσω αυτήν τη μονόδρομη ιδιότητα του χρόνου που δεν έχει κανένα ανάλογο στο διάστημα.”

Έπειτα ο Eddington σημειώνει τρία πράγματα για αυτό το βέλος:

-Αναγνωρίζεται έντονα από τη συνείδηση

-Αυτό ισοδυναμεί εξίσου με τη λογική ικανότητά μας, που μας λέει ότι μια αντιστροφή του βέλους θα έκανε τον εξωτερικό κόσμο μη αισθητό

-Δεν κάνει καμία εμφάνιση στη φυσική επιστήμη εκτός από τη μελέτη της οργάνωσης διάφορων ατόμων

Εδώ, σύμφωνα με Eddington, το βέλος δείχνει την κατεύθυνση της προοδευτικής αύξησης του τυχαίου στοιχείου. Μετά ο Eddington καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το βέλος του χρόνου είναι μια ιδιότητα μόνο της εντροπίας.

Τα διάφορα βέλη του χρόνου

1. Το θερμοδυναμικό βέλος του χρόνου

Το θερμοδυναμικό βέλος του χρόνου προβλέπεται από το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, που λέει ότι σε ένα απομονωμένο σύστημα η εντροπία αυξάνεται μόνο με το χρόνο, αυτή δεν θα μειωθεί με το χρόνο. Η εντροπία μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο της αταξίας ή της αναταραχής, κατά συνέπεια ο δεύτερος νόμος υπονοεί ότι ο χρόνος είναι ασυμμετρικός όσον αφορά την ποσότητα της τάξης σε ένα απομονωμένο σύστημα: δηλαδή καθώς ο χρόνος αυξάνεται, ένα σύστημα θα αποκτάει περισσότερη αταξία. Αυτή η ασυμμετρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί εμπειρικά για να διακρίνουμε μεταξύ του μέλλοντος και του παρελθόντος.

Δεδομένου ότι ο δεύτερος νόμος έχει στατιστική φύση, δεν έχει ακριβή καθολικότητα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε σύστημα μπορεί να πάει σε μια κατάσταση χαμηλότερης εντροπίας. Εντούτοις, ο δεύτερος νόμος φαίνεται να περιγράφει ακριβώς τη γενική τάση στα πραγματικά συστήματα προς την υψηλότερη εντροπία.

Αυτό το βέλος του χρόνου φαίνεται να σχετίζεται με όλα τα άλλα βέλη του χρόνου και κρύβεται πίσω από αυτά, με εξαίρεση το ασθενές βέλος του χρόνου.

2. Το κοσμολογικό βέλος του χρόνου

Το κοσμολογικό βέλος του χρόνου δείχνει προς την κατεύθυνση της διαστολής του σύμπαντος. Μπορεί να συνδεθεί με το θερμοδυναμικό βέλος, αν σκεφτούμε ότι το σύμπαν οδηγείται προς ένα θερμικό θάνατο (Μεγάλη Ψύξη), καθώς το ποσό της ωφέλιμης ενέργειας γίνεται ολοένα και πιο αμελητέο. Όμως καθώς θα προχωράει η εξέλιξη του σύμπαντος (δείτε το κυκλικό ή αέναο σύμπαν) αυτό το βέλος θα αντιστρέφεται, καθώς η βαρύτητα θα έλκει όλο το σύμπαν προς τα πίσω, σε μια Μεγάλη Σύνθλιψη.

Εάν το κοσμολογικό βέλος του χρόνου συσχετίζεται με τα άλλα βέλη του χρόνου, τότε το μέλλον είναι εξ ορισμού η κατεύθυνση προς την οποία ο Κόσμος γίνεται μεγαλύτερος. Κατά συνέπεια, ο Κόσμος διαστέλλεται – αντί να συστέλλεται – εξ ορισμού.

Το θερμοδυναμικό βέλος του χρόνου και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι πιθανά μια συνέπεια των αρχικών συνθηκών στον πρώιμο Κόσμο. Επομένως προκύπτουν τελικά από την κοσμολογική οργάνωση.

3. Το βέλος του χρόνου της ακτινοβολίας

Τα ραδιοκύματα έως τα ηχητικά κύματα και έως αυτά που δημιουργούνται σε μια λίμνη από την ρίψη μιας πέτρας, πάντα ταξιδεύουν προς τα έξω (μακριά από την πηγή), έστω κι αν οι εξισώσεις των κυμάτων επιτρέπουν λύσεις με κύματα που να συγκλίνουν.

Αυτό όμως το βέλος έχει αντιστραφεί σε κάποια προσεκτικά πειράματα, που έχουν δημιουργήσει συγκλίνοντα κύματα. Και βέβαια οι συνθήκες για την παραγωγή ενός συγκλίνοντος κύματος απαιτούν περισσότερη τάξη από τις συνθήκες για ένα κύμα που ακτινοβολεί.

Βάζοντας το διαφορετικά, η πιθανότητα για αρχικές συνθήκες που να παράγουν ένα συγκλίνον κύμα είναι πολύ μικρότερη από την πιθανότητα για αρχικές συνθήκες που παράγουν ένα κύμα που εξαπλώνεται (ακτινοβολεί) στον χώρο.

Στην πραγματικότητα, κανονικά ένα κύμα που ακτινοβολεί αυξάνει την εντροπία, ενώ ένα συγκλίνον κύμα την μειώνει, κάνοντας το τελευταίο αντιφατικό με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής στις συνηθισμένες περιστάσεις.

4. Το αιτιώδες βέλος του χρόνου

Οι αιτίες θεωρούνται συνήθως πως προηγούνται των αποτελεσμάτων. Το μέλλον μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι το παρελθόν.

Ένα πρόβλημα με τη χρησιμοποίηση της αιτιότητας ως βέλος του χρόνου είναι ότι, όπως επισήμανε ο David Hume, η αιτιώδης σχέση δεν μπορεί αυτή καθ’ εαυτή να γίνει αντιληπτή, κάποιος αντιλαμβάνεται μόνο τις ακολουθίες των γεγονότων. Επιπλέον είναι εκπληκτικά δύσκολο να δοθεί μια σαφής εξήγηση τι σημαίνουν πραγματικά οι όροι “αιτία” και “αποτέλεσμα”. Είναι φανερό ότι η ρίψη του πιάτου είναι η αιτία, η καταστροφή του πιάτου είναι το αποτέλεσμα.

Μιλώντας φυσικά, αυτό είναι μια άλλη εκδήλωση του θερμοδυναμικού βέλους του χρόνου, και είναι μια συνέπεια του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής. Ελέγχοντας το μέλλον, ή αναγκάζοντας κάτι να συμβεί, δημιουργεί συσχετισμούς μεταξύ του αιτίου και του αποτελέσματος, και αυτά μπορούν να δημιουργηθούν μόνο καθώς κινούμαστε μπροστά στον χρόνο, όχι προς τα πίσω.

5. Το βέλος του χρόνου της σωματιδιακής φυσικής (ασθενές βέλος του χρόνου)

Ορισμένες υποατομικές αλληλεπιδράσεις που περιλαμβάνουν τις ασθενείς αλληλεπιδράσεις παραβιάζουν τη διατήρηση και της ομοτιμίας (parity) και του φορτίου, αλλά πολύ σπάνια. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η διάσπαση του καονίου.

Σύμφωνα με το θεώρημα CPT, η διατήρηση της ομοτιμίας και του φορτίου συνοδεύεται επίσης και με την διατήρηση ως προς τον χρόνο, και έτσι καθιερώνουν ένα βέλος του χρόνου στη σωματιδιακή φυσική. Ας τονίσουμε όέτοιες διαδικασίες πρέπει να είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία ύλης στον πρώιμο Κόσμο.

Το βέλος του χρόνου της σωματιδιακής φυσικής δεν συνδέεται με κανένα άλλο βέλος, και εάν αυτό θα έδειχνε την αντίθετη χρονική φορά, η μόνη διαφορά θα ήταν ότι ο Κόσμος μας θα φτιαχνόταν με αντιύλη παρά με την κανονική ύλη. Ακριβέστερα, στην θέση της ύλης θα ήταν η αντι-ύλη και το αντίστροφο.

Ότι ο συνδυασμός της ομοτιμίας και του φορτίου πολύ σπάνια δεν ισχύει, σημαίνει ότι αυτό το βέλος “σπανίως” μόνο δείχνει σε μια κατεύθυνση, θέτοντας το έξω από τα άλλα βέλη, η κατεύθυνση των οποίων είναι πιο προφανής. Γι αυτό και λέγεται ασθενές βέλος του χρόνου, (επειδή δεν ισχύει πάντα).

Σημείωση: Στο χώρο των σωματιδίων, υπάρχουν τρεις κύριες συμμετρίες. Ο κατοπτρισμός ως προς τον χρόνο T (Τime Reversal), ο κατοπτρισμός ως προς το χώρο (Space Inversion), που λέγεται ομοτιμία P (Parity) και τέλος ο κατοπτρισμός ως προς το φορτίο C (Charge Conjugation). Και οι τρεις συμμετρίες λέγονται με μία λέξη CPT.

6. Το κβαντικό βέλος του χρόνου

Σύμφωνα με την ερμηνεία της Κοπεγχάγης της κβαντομηχανικής, η κβαντική εξέλιξη ελέγχεται από την εξίσωση του Schrödinger, που είναι συμμετρική ως προς τον χρόνο, και από την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, η οποία είναι χρονικά μη αντιστρεπτή. Δεδομένου ότι ο μηχανισμός της κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης είναι φιλοσοφικά σκοτεινός, δεν είναι απολύτως σαφές πώς συνδέεται αυτό το βέλος με άλλα. Ενώ στο μικροσκοπικό επίπεδο, η κατάρρευση φαίνεται να μην δείχνει καμία προτίμηση προς την αύξηση ή την μείωση της εντροπίας, μερικοί θεωρούν ότι υπάρχει μια προκατάληψη που παρουσιάζεται στις μακροσκοπικές κλίμακες σαν το θερμοδυναμικό βέλος. Σύμφωνα με τη σύγχρονη φυσική άποψη της κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης, η θεωρία της κβαντικής αποσυνοχής, το κβαντικό βέλος του χρόνου είναι μια συνέπεια του θερμοδυναμικού βέλους του χρόνου.

6. Το ψυχολογικό ή το αντιληπτό βέλος του χρόνου
Ο ψυχολογικός χρόνος είναι, εν μέρει, η καταχώρηση των ολοένα και περισσότερων στοιχείων της μνήμης από τις συνεχείς αλλαγές στην αντίληψη. Με άλλα λόγια, τα πράγματα που θυμόμαστε αποτελούν το παρελθόν, ενώ το μέλλον αποτελείται από εκείνα τα γεγονότα που δεν μπορούν να αναφερθούν. Η αρχαία μέθοδος να συγκρίνουμε μοναδικά γεγονότα (πχ η γέννηση ενός παιδιού) με γενικευμένα επαναλαμβανόμενα γεγονότα, όπως είναι η φαινόμενη μετακίνηση του ήλιου, του φεγγαριού, και των άστρων, προσέφερε ένα κατάλληλο πλέγμα εργασίας για να γίνεται αυτή η σύγκριση. Η συνεπής αύξηση στον όγκο της μνήμης δημιουργεί ένα διανοητικό βέλος του χρόνου.
Το ψυχολογικό βέλος κινείται πάντα από το γνωστό (παρελθόν) προς το άγνωστο (το μέλλον). Οι επιθυμίες, τα όνειρα, και οι ελπίδες, φαίνονται για τον παρατηρητή να βρίσκονται στο μέλλον.
Η άλλη πλευρά της ψυχολογικής μετάβασης του χρόνου είναι στη σφαίρα της επιθυμίας και της δράσης. Προγραμματίζουμε και εκτελούμε συχνά ενέργειες που θα έχουν επιπτώσεις στο μέλλον. Δύσκολα κάποιος προσπαθεί να αλλάξει τα παρελθόντα γεγονότα.
Το ψυχολογικό βέλος του χρόνου είναι πιθανά αναγώγιμο στο θερμοδυναμικό βέλος: έχει βαθιές συνδέσεις με το δαίμονα του Maxwell και τη φυσική των πληροφοριών. Στην πραγματικότητα, είναι εύκολο να καταλάβουμε τη σύνδεσή του με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής εάν δούμε τη μνήμη ως ένα συσχετισμό μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου και του εξωτερικού κόσμου. Επειδή ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι ισοδύναμος με την αύξηση με το πέρασμα του χρόνου τέτοιων συσχετισμών, αυτό δηλώνει ότι θα δημιουργηθεί μνήμη καθώς κινούμαστε προς το μέλλον (κι όχι προς το παρελθόν).

Το βέλος του χρόνου στο έργο του Ilya Prigogine

Ο Ilya Prigogine στο περίφημο έργο του “Θερμοδυναμικά συστήματα μακράν της ισορροπίας” εξέτασε το σημαντικό ρόλο που παίζει στη φύση το βέλος του χρόνου, την διάκριση μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος μέσα στον φυσικό κόσμο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ηράκλειτος υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που υποστήριξε την ιδέα του γίγνεσθαι της φύσης, κάτι το οποίο, κατά τον Prigogine, κλείνει μέσα του τον σπόρο της ιδέας του βέλους του χρόνου.

Η θερμοδυναμική, που μελετά τον μακροσκοπικό κόσμο της εμπειρίας, είναι η επιστήμη που εξηγεί πώς δουλεύει η ατμομηχανή, πώς αναπτύσσονται οι έμβιοι οργανισμοί κ.ο.κ. Σε όλα αυτά τα φαινόμενα η ροή του χρόνου γίνεται εμφανής στην τάση του συστήματος να περνάει από την τάξη προς την αταξία. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία η οποία δεν μπορεί ποτέ να γυρίσει προς τα πίσω. Έτσι, οι φυσικές διαδικασίες, όπου υπάρχει μια συνεχής απώλεια ενέργειας με τη μορφή θερμότητας, είναι μη αναστρέψιμες.

Αυτή ακριβώς την ιδέα εκφράζει ο περίφημος δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής: Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, οποιαδήποτε φυσική διαδικασία συμβαίνει σε ένα απομονωμένο σύστημα θα πρέπει να συνοδεύεται από την αύξηση της εντροπίας. Η εξέλιξη ακριβώς αυτή, που δεν πάει ποτέ προς τα πίσω αλλά μόνο προς τα μπρος, αποτελεί μια σαφή ένδειξη του βέλους του χρόνου.

Όταν τώρα η μοριακή εντροπία φθάσει στον μέγιστο βαθμό, όταν λ.χ. η κατανομή των μορίων στο φλιτζάνι του καφέ όπου βάλαμε και γάλα γίνει ομοιόμορφη, τότε λέμε ότι το μείγμα βρίσκεται στην κατάσταση της ισορροπίας. Εδώ χάνεται η δυνατότητα για περισσότερη ανάμειξη. Κάτι ανάλογο ισχύει και για ολόκληρο το Σύμπαν, το οποίο αποτελεί ένα απομονωμένο σύστημα. Έτσι, όταν η εντροπία του Σύμπαντος φθάσει στη μέγιστη τιμή, στην κατάσταση δηλαδή της θερμοδυναμικής ισορροπίας, θα επέλθει ο λεγόμενος θερμικός θάνατος. Όλα αυτά αφορούν βεβαίως συστήματα που βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας.

Ο Prigogine λέει, ότι στην αρχή αποδέχτηκε τη λύση του Boltzmann και είχε την πεποίθηση πως οι θεμελιώδεις νόμοι της φυσικής είναι αντιστρεπτοί ως προς το χρόνο. «Πίστευα, όπως όλοι, ότι υπάρχει μη αντιστρεπτότητα αλλά πρέπει να προέρχεται από προσεγγίσεις που είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε στους βασικούς κανόνες που είναι χρονικά αντιστρεπτοί. Πίστευα δηλαδή πως η εμφάνιση της μη αντιστρεπτότητας οφείλεται σε άγνοιά μας και στις δικές μας προσεγγίσεις».

Ωστόσο, τονίζει πως «οι μελέτες συστημάτων μακριά από την ισορροπία με οδήγησαν στην πεποίθηση ότι αυτή δεν μπορεί να είναι η σωστή άποψη. Η μη αντιστρεπτότητα παίζει εποικοδομητικό ρόλο. Δημιουργεί μορφή. Δημιουργεί ανθρώπινα όντα. Πώς θα μπορούσε η απλή άγνοιά μας για τις αρχικές συνθήκες να είναι η αιτία γι ‘ αυτό; Η άγνοιά μας δεν μπορεί να είναι η αιτία που υπάρχουμε».

Άρχισε λοιπόν να πιστεύει ότι δεν είναι τα πράγματα πάντα έτσι, δεν είναι δηλαδή απαραίτητο πάντα στην πορεία ανάπτυξης των συστημάτων να συντελείται μια πορεία από την τάξη προς την αταξία: μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις, κατά τον Prigogine, το βέλος του χρόνου να είναι μια πηγή τάξης. Με άλλα λόγια, μέσα από την αταξία μπορεί να πηγάσει η τάξη με τη μορφή της αυτοοργάνωσης.

Το ερώτημα λοιπόν που έθεσε ο Prigοgine είναι το εξής: Το βέλος του χρόνου προκύπτει ως αποτέλεσμα απλώς μιας φαινομενολογικής προσέγγισης των φυσικών διαδικασιών ή μήπως αποτελεί ένα θεμελιώδες στοιχείο, το οποίο οφείλουμε να ενσωματώσουμε στις περιγραφές αυτών των διαδικασιών;

Πώς όμως είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; πώς μπορούν οι μη αναστρέψιμες διαδικασίες να προκαλέσουν την αυτοοργάνωση;

Η απάντηση του Prigogine φανερώνει – όπως ο ίδιος επισημαίνει – τον δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στο βέλος του χρόνου και στη δυνατή ανάπτυξη των δομών. Αυτό, όπως διευκρινίζει, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί με έναν τρόπο εντυπωσιακό στα συστήματα μακράν της ισορροπίας, όπου «το σύστημα αρχίζει να εξερευνά νέες δομές, νέα είδη χωροχρονικής οργάνωσης», που με ένα όνομα ονομάζονται δομές έκλυσης. Τέτοιες είναι αυτές που πραγματοποιούνται στις χημικές αντιδράσεις, οι οποίες όσο βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας είναι γραμμικές.

Όταν όμως ένα χημικό σύστημα, το οποίο προηγουμένως βρισκόταν σε κατάσταση ισορροπίας, φθάσει πέρα από ένα σημείο κρίσιμης απόστασης από την ισορροπία, εμφανίζεται το εξής εκπληκτικό φαινόμενο: μια διχαλωτή διακλάδωση κάνει την εμφάνισή της και τότε η χημική αντίδραση πρέπει να «κάνει μια επιλογή» ως προς τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν εκ των προτέρων να γνωρίζουμε ή να προβλέψουμε ποιο από τα δύο μονοπάτια θα επιλέξει κάθε φορά.

Στο σημείο ακριβώς αυτό το σύστημα αρχίζει να εμφανίζει νέες δομές, νέα είδη χωροχρονικής οργάνωσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διχαλωτής διακλάδωσης είναι αυτό που προκύπτει όταν θερμάνουμε ένα λεπτό στρώμα υγρού ανάμεσα σε δύο γυαλιά. Η θερμότητα μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία οργάνωσης με τη μορφή σχημάτων κερήθρας (εξάγωνα κουτάκια). Όσο μεγαλύτερη μάλιστα είναι η παροχή θερμότητας τόσο πιο εξωφρενική είναι η ταχύτητα των μορίων του υγρού που θερμαίνεται. Η θερμοκρασία στην οποία εμφανίζονται τα εξαγωνικά σχήματα είναι το σημείο διακλάδωσης. Εδώ το θερμοδυναμικό σύστημα μπορεί να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Οταν μάλιστα τα κλαδιά είναι περισσότερα από δύο, τότε προκύπτει μια πολύ απρόβλεπτη συμπεριφορά, γνωστή ως ντετερμινιστικό χάος. Εδώ ανοίγεται ένα εκθαμβωτικό φάσμα συμπεριφορών λόγω των αναρίθμητων δυνατών καταστάσεων. H συμπεριφορά αυτή περιγράφεται από τον «παράξενο ελκυστή», ο οποίος είναι κάτι σαν στόχος για το βέλος του χρόνου.

Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, στα θερμοδυναμικά συστήματα η εικόνα που παρουσιάζεται είναι η εξής: Σε καταστάσεις μακράν της ισορροπίας η ύλη μπορεί να συμπεριφερθεί με θαυμαστούς τρόπους, όπου εμφανίζονται περιπτώσεις αυτοοργάνωσης, αυθόρμητης ανάπτυξης συστημάτων και δομών· όλα αυτά συνοδεύονται από την εμφάνιση απείρων δυνατοτήτων και επιλογών, που καθιστούν μη προβλέψιμη τη μελλοντική εξέλιξη του συστήματος. Καταλύεται έτσι η έννοια του ντετερμινισμού της νευτώνειας φυσικής, το μέλλον αποκτά ένα χαρακτήρα δημιουργικής ελευθερίας, η ύλη εμφανίζει ένα δυναμικό χαρακτήρα και απαλλάσσεται από τους περιορισμούς της κλασικής αντίληψης της αδρανούς ύλης.

Τέλος, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι στη δυναμική αυτή εικόνα του φυσικού κόσμου ο χρόνος αποβαίνει ένα εγγενές στοιχείο των διαδικασιών μέσα από τις οποίες ανοίγεται ένας άπειρος κόσμος δυνατοτήτων. Σύμφωνα με τον Prigogine ο χρόνος είναι πραγματικός και είναι συνυφασμένος με το γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου. Για να κατανοήσουμε λοιπόν τη φύση του χρόνου θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς γίγνεσθαι, και ταυτόχρονα ότι χρόνος και γίγνεσθαι θεμελιώνονται πάνω σε έναν κόσμο άπειρων δυνατοτήτων, έναν κόσμο ανοιχτό στο μέλλον.

Για το τέλος δίνουμε αυτό που ονομάζεται αίτημα του Prigogine. «Όλοι οι νόμοι της φυσικής πρέπει να είναι συμβατοί με την ύπαρξη του βέλους του χρόνου”. Και αυτό σημαίνει πως πρέπει οι νόμοι να αναδιατυπωθούν ώστε πρώτον να περιέχουν το βέλος του χρόνου (να μην είναι δηλαδή συμμετρικοί ως προς τον χρόνο) και δεύτερον τα διάφορα επίπεδα περιγραφής να οδηγούν στην ίδια μελλοντική κατάσταση.

Πηγές: Wikipedia, physics4ugr “Γνωριμία με το έργο του Ilya Prigogine”, Paul Davis “Τα τελευταία τρία λεπτά”, άρθρο στο ΒΗΜΑ της Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου (καθηγήτρια της Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο ΑΠΘ).

Οι σπασμένες συμμετρίες και το Νόμπελ στη Φυσική 2008

Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα; Γιατί υπάρχουν τόσα πολλά διαφορετικά στοιχειώδη σωματίδια; Οι βραβευμένοι με το Νόμπελ Φυσικής 2008 μας παρουσίασαν με το έργο τους τέτοιες θεωρητικές γνώσεις, που μας βοήθησαν να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό των τελευταίων δομικών στοιχείων της ύλης.

Διαλεύκανση του χαρακτήρα των κρυμμένων συμμετριών της Φύσης

Οι νόμοι της συμμετρίας της Φύσης έχουν βασική σχέση με το νόμπελ φυσικής 2008, ή μάλλον, με τις διασπάσεις των συμμετριών. Τόσο εκείνες οι διασπάσεις που φαίνεται να έγιναν στις απαρχές του σύμπαντος, όσο και εκείνες που έγιναν αυθόρμητα κάπου στον δρόμο, έκαναν έτσι τις καταστάσεις να χάσουν την αρχική τους συμμετρία.

Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι παιδιά των σπασμένων συμμετριών. Η πρώτη διάσπαση θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί αμέσως μετά την Big Bang, πριν περίπου 13.7 δισεκατομμύρια χρόνια, όταν είχε δημιουργηθεί τόση αντιύλη όσο και η κανονική ύλη. Η συνάντηση μεταξύ αυτών των δύο είναι μοιραία και για τις δύο, γιατί εξαϋλώνονται και αυτό που απομένει είναι μια ακτινοβολία. Προφανώς, όμως, η ύλη κέρδισε τον αγώνα από την αντιύλη, αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ. Αλλά είμαστε εδώ λόγω μιας πολύ μικρής απόκλισης από την τέλεια συμμετρία, που φαίνεται να ήταν αρκετή – ένα επιπλέον σωματίδιο της ύλης για κάθε δέκα δισεκατομμύρια σωματίδια αντιύλης – για να επιβιώσει ο Κόσμος μας. Αυτή η μικρή υπέρβαση της ύλης έναντι της αντιύλης ήταν οι σπόροι ολόκληρου του σύμπαντος, το οποίο συμπληρώνεται με γαλαξίες, αστέρια και πλανήτες – και τελικά τη ζωή μας. Όμως, τι κρύβεται πίσω από αυτή την παραβίαση της συμμετρίας του Σύμπαντος είναι ακόμα ένα μεγάλο μυστήριο και ενεργό πεδίο της έρευνας των φυσικών.

Μέσα από το κάτοπτρο

Για πολλά χρόνια η φυσική έχει επικεντρωθεί στην εξεύρεση των φυσικών νόμων που είναι κρυμμένοι βαθιά μέσα στα φαινόμενα που βλέπουμε γύρω μας. Οι νόμοι της Φύσης θα πρέπει να είναι απόλυτα συμμετρικοί και απόλυτοι. Θα πρέπει να ισχύουν για όλο το σύμπαν. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται αληθινή για τις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά δεν είναι πάντα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σπασμένες συμμετρίες έγιναν αντικείμενο της έρευνας όσο και οι συμμετρίες, που όμως δεν είναι και τόσο αξιοπρόσεκτες γιατί θεωρούμε τον Κόσμο μας ασύμμετρο, ενώ πιστεύουμε ότι η τέλεια συμμετρία είναι σπάνιά και ιδεατή.

Οι διάφοροι τύποι των συμμετριών και οι σπασμένες συμμετρίες είναι μέρος της καθημερινής μας ζωής. Το γράμμα A δεν αλλάζει όταν εμείς το βλέπουμε σε έναν καθρέφτη, ενώ το γράμμα Ζ σπάει αυτή τη συμμετρία. Από την άλλη το Z φαίνεται το ίδιο όταν το στρέψετε ανάποδα (το πάνω γίνεται κάτω), αλλά αν το κάνετε το ίδιο στο γράμμα Α, η συμμετρία του θα σπάσει.

Η βασική θεωρία για τα στοιχειώδη σωματίδια περιγράφει τρεις διαφορετικές αρχές της συμμετρίας: συμμετρία κατόπτρου, συμμετρία φορτίου, και συμμετρία χρόνου (στη γλώσσα της φυσικής, η συμμετρία κατόπτρου ονομάζεται P, από το parity, η συμμετρία φορτίου C από το charge και η συμμετρία χρόνου T από το T).

Στην συμμετρία κατόπτρου, κάθε περίπτωση θα πρέπει να παρουσιαστεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο είτε τα βλέπουμε κατευθείαν είτε από κάτοπτρο. Αυτά διατηρούνται στην εικόνα με τη σωστή διάταξη, γι αυτό και δεν καταλαβαίνουμε αν τα βλέπουμε άμεσα ή μέσα σε έναν κάτοπτρο. Και ασφαλώς δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Η συμμετρία φορτίου αναφέρει ότι σωματίδια θα πρέπει να συμπεριφέρονται ακριβώς όπως και τα alter egos τους, τα αντισωματίδια τους, το οποίο έχει ακριβώς τις ίδιες ιδιότητες αλλά με αντίθετο φορτίο. Και σύμφωνα με την συμμετρία χρόνου, τα φυσικά γεγονότα, σε μικροσκοπικό επίπεδο θα πρέπει να είναι εξίσου ανεξάρτητα, είτε συμβαίνουν εμπρός ή πίσω στο χρόνο.

Οι συμμετρίες δεν έχουν μόνο αισθητική αξία στη φυσική. Απλοποιούν πολλούς δυσάρεστους υπολογισμούς και, συνεπώς, διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο για τη μαθηματική περιγραφή του μικρόκοσμου. Ένα ακόμη πιο σημαντικό γεγονός είναι ότι αυτές οι συμμετρίες εμπλέκουν ένα μεγάλο αριθμό νόμων της διατήρησης στο επίπεδο των σωματιδίων. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας νόμος που λέει ότι η ενέργεια δεν μπορεί να χαθεί στις συγκρούσεις μεταξύ των σωματιδίων, αυτή θα πρέπει να παραμείνει η ίδια πριν και μετά τη σύγκρουση, κάτι που είναι εμφανές από την συμμετρία των εξισώσεων που περιγράφουν τις συγκρούσεις των σωματιδίων. Ή υπάρχει ο νόμος της διατήρησης των ηλεκτρικών φορτίων που είναι σχετικός με το συμμετρία στην ηλεκτρομαγνητικά θεωρία.

Αρχίζει να αναδύονται πιο καθαρά οι μορφές

Ήταν γύρω στα μέσα του 20ου αιώνα όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά η σπασμένη συμμετρία στις μελέτες των βασικών αρχών της ύλης. Εκείνη τη στιγμή η φυσική πίστευε ότι θα μπορούσε να πετύχει το μεγαλύτερο της όνειρο – να ενώσουμε όλες τις δυνάμεις της φύσης, και όλα τα σώματα (από τα πιο μικρά έως τα πιο μεγάλα) σε μια ενιαία θεωρία. Όμως από την αρχή, η φυσική των σωματιδίων γινόταν όλο και πιο περίπλοκη. Οι νέοι επιταχυντές που κτίστηκαν μετά τον Β’ ‘Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργούσαν μια σταθερή ροή των σωματιδίων που δεν είχαμε δει ποτέ πριν. Τα περισσότερα από αυτά δεν ταίριαζαν με τα γνωστά μοντέλα της φυσικής της εποχής εκείνης, ότι η ύλη αποτελούνταν από άτομα, και ο πυρήνας από νετρόνια και πρωτόνια καθώς και ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα. Βαθύτερες έρευνες μας αποκάλυψαν ότι τα πρωτόνια και τα νετρόνια έκρυβαν μέσα τους τρία κουάρκ.

Η ύλη

Τα λεπτόνια (ηλεκτρόνια, μιόνια, ταυ και νετρίνα) μαζί με τα κουάρκ είναι τα μικρότερα δομικά στοιχεία της ύλης. Επίσης, μέσα στην ύλη υπάρχουν τρεις δυνάμεις (ασθενής, ισχυρή και ηλεκτρομαγνητική) καθώς και οι φορείς τους ή διαδότες (φωτόνιο, μποζόνια W και Z, και τέλος τα γκλουόνια). Είναι το στάνταρτ μοντέλο της σωματιδιακής φυσικής που ενώνει όλα τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης καθώς και τις 3 από τις 4 δυνάμεις. Βλέπουμε ότι όλα τα γνωστά σωματίδια της ύλης (νετρόνια και πρωτόνια) είναι χτισμένα με σωματίδια από την πρώτη οικογένεια, τα άλλα σωματίδια ζουν για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Για να ολοκληρωθεί το μοντέλο είναι απαραίτητο ένα νέο σωματίδιο – το σωματίδιο Higgs – που η κοινότητα των φυσικών ελπίζει να το βρει στο νέο επιταχυντή LHC στο CERN της Γενεύης. Μόνο αυτό θέλουμε για να μπουν όλα τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους.

Τα πάντα ελέγχονται από τις δυνάμεις. Το καθιερωμένο μοντέλο, τουλάχιστον για την ώρα, περιλαμβάνει τρεις από τις τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης μαζί με τους διαδότες ή φορείς, που είναι σωματίδια που μεταφέρουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των στοιχειωδών σωματιδίων. Ο διαδότης της ηλεκτρομαγνητικής δύναμης είναι το φωτόνιο με μηδενική μάζα, της ασθενούς πυρηνικής δύναμης (που είναι υπεύθυνη για τη ραδιενεργό αποσύνθεση) είναι τρία μποζόνια W και Z, ενώ ο διαδότης της ισχυρής πυρηνικής δύναμης είναι τα γκλουόνια, τα οποία διατηρούν σταθερό τον πυρήνα του ατόμου

Η τέταρτη δύναμη, η οποία φροντίζει να κρατάμε τα πόδια μας στο έδαφος, ακόμα δεν έχει ενσωματωθεί στο μοντέλο και αυτό δημιουργεί τεράστια πρόκληση για τους φυσικούς.

Το κάτοπτρο έχει γίνει θρύψαλα

Το καθιερωμένο μοντέλο είναι μια σύνθεση όλων των γνώσεων για τα πιο εσώτερα τμήματα της ύλης, που έχουν συλλέξει οι φυσική κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα. Η θεωρητική του βάση αποτελείται από τις αρχές συμμετρίας της κβαντικής φυσικής και τη θεωρία της σχετικότητας, ενώ έχει δοκιμαστεί σε αμέτρητες δοκιμές. Αλλά προτού η εικόνα ξεκαθαρίσει, μια σειρά από κρίσεις που σημειώθηκαν απειλούν αυτή την ισορροπημένη κατασκευή. Αυτές οι κρίσεις σχετίζονται με το γεγονός ότι οι φυσικοί είχαν υποθέσει ότι οι νόμοι της συμμετρίας ισχύουν για τον λιλιπούτειο κόσμο των στοιχειωδών σωματιδίων. Αλλά αυτό, αποδείχθηκε, δεν ήταν εξ ολοκλήρου την υπόθεση. Η πρώτη έκπληξη ήρθε το 1956, όταν δύο Κινεζο-αμερικανοί θεωρητικοί, οι Tsung Dao Lee και Chen Ning Yang (πήραν το Νόμπελ την επόμενη χρονιά 1957) αμφισβήτησαν τη συμμετρία κατόπτρου (P συμμετρία) στην ασθενή πυρηνική δύναμη. Μέχρι τότε πιστεύαμε ότι η φύση εκτιμούσε τη συμμετρία κατόπτρου, όπως και τις άλλες αρχές της συμμετρίας, και ήταν μια πραγματικότητα.

Πρέπει να επανεκτιμήσουμε παλιές αρχές του κβαντική κόσμου, όπου υπάρχουν τα στοιχειώδη σωματίδια, ισχυρίστηκαν οι Lee και Yang. Αυτοί πρότειναν μια σειρά πειραμάτων για να εξετάσουν τη συμμετρία κατόπτρου. Και όντως, λίγους μόνο μήνες μετά η διάσπαση του πυρήνα του ραδιενεργού στοιχείου κοβάλτιο- 60, μας αποκάλυψε ότι δεν ακολούθησε τις αρχές της συμμετρίας κατόπτρου. Η συμμετρία έσπασε όταν τα ηλεκτρόνια που εξήλθαν από τον πυρήνα του κοβαλτίου προτίμησαν μία κατεύθυνση αντί για την άλλη. Ήταν σαν να ήσασταν μπροστά από το Κεντρικό Σταθμό και βλέπετε την πλειοψηφία των ανθρώπων να στρίβει αριστερά από το σταθμό.

Εγγενή ασυμμετρία καθορίζει την τύχη μας

Είναι δυνατόν, οι συμμετρίες κατόπτρου και φορτίου να σπάνε χωριστά αλλά και οι δύο μαζί, αυτό που ονομάζεται συμμετρία CP, σίγουρα δεν σπάνε ταυτόχρονα. Η κοινότητα των φυσικών παρηγορήθηκε με την ιδέα ότι αυτή η συμμετρία παραμένει αδιάσπαστη. Οι νόμοι της φύσης, πίστευαν οι φυσικοί, δεν θα αλλάξει αν στον κατοπτρικό κόσμο της ύλης, άλλαζε η ύλη με αντιύλη.

Αυτό επίσης σημαίνει ότι αν συναντηθείς με έναν εξωγήινο, δεν θα έπρεπε με ουδένα τρόπο να αναρωτηθείς εάν ο εξωγήινος ήρθε από τον Κόσμο μας ή από τον αντι-Κόσμο. Αν τον αγκάλιαζες θα είχε έτσι ή αλλιώς καταστροφική συνέπεια. Μόνο μια φούσκα ενέργειας θα μπορούσε να μείνει με την πρώτη σας επαφή, λόγω της εξαύλωσης και των δύο σας.

Έτσι, ήταν ίσως καλύτερα που η ασθενής δύναμη είδε το φως της δημοσιότητας και πάλι το 1964. Μια νέα παραβίαση των νόμων της συμμετρίας κατά τη ραδιενεργό διάσπαση του παράξενου σωματιδίου, που ονομάζεται καόνιο (απονεμήθηκε γι αυτό Νόμπελ στους James Cronin και Val Fitch το 1980). Ένα μικρό κλάσμα των καονίων δεν ακολούθησε τις συνηθισμένες συμμετρίες κατόπτρου και φορτίου. Αυτά τα λίγα καόνια έσπασαν τη διπλή CP συμμετρία και έτσι αμφισβητήθηκε όλη η δομή της θεωρίας.

Αυτή η ανακάλυψη για την αναπάντεχη πορεία μερικών καονίων, σας προσφέρει μια σωτηρία σχετικά με τη συνάντηση σας με τον εξωγήινο. Θα μπορούσατε να τον ψάξετε προσεκτικά πριν σας αγκαλιάσει ο εξωγήινος, για να διαπιστώσετε αν είναι φτιαγμένος από την ίδια ύλη, όπως εμείς ή από αντιύλη.

Αγκαλιά με τον εξωγήινο; Περιμένετε μέχρις ότου ξεκαθαριστεί πρώτα η συμμετρία! Αν ο εξωγήινος, που φτιάχνεται από αντιύλη, τότε μια αγκαλιά μαζί του θα σας οδηγήσει σε εξαύλωση αφήνοντας πίσω σας μια ακτινοβολία.

Το πρώτο πρόσωπο που επισήμανε την αποφασιστική σημασία της σπασμένης συμμετρίας για την γένεση του Κόσμου ήταν ο ρώσος φυσικός και κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης Αντρέι Ζαχάρωφ. Το 1967, έθεσε τρεις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός Κόσμου όπως ο δικός μας, άδειο από αντιύλη. Πρώτον, ότι οι νόμοι της φυσικής κάνουν διάκριση μεταξύ της ύλης και της αντιύλη, που στην ουσία ανακαλύφθηκε με τη σπασμένη συμμετρία CP. Δεύτερον, ότι το σύμπαν προέρχεται από ένα καυτό Big Bang. Και τρίτον, ότι τα πρωτόνια στον πυρήνα κάθε ατόμου διασπάται. Η προϋπόθεση αυτή μπορεί να οδηγήσει στο τέλος του Κόσμου, δεδομένου ότι συνεπάγεται ότι όλη η ύλη μπορεί τελικά να εξαφανιστεί. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, αυτή η προϋπόθεση δεν έχει βρεθεί, ενώ πειράματα έχουν δείξει ότι τα πρωτόνια παραμένουν σταθερά για 1033 χρόνια, ή 10 τρισεκατομμύρια φορές μεγαλύτερη περίοδος από την ηλικία του σύμπαντος, που είναι ελαφρώς πάνω από 1010 χρόνια. Και ακόμη δεν υπάρχει κανείς που να ξέρει πως έγινε η αλυσίδα γεγονότων του Ζαχάρωφ στις απαρχές του σύμπαντος.

Λύνοντας το μυστήριο της σπασμένης συμμετρίας

Είναι δυνατόν, οι συνθήκες του Ζαχάρωφ τελικά να ενσωματωθούν στο Στάνταρτ Μοντέλο της φυσικής. Και εν συνεχεία θα μπορούσε έτσι να εξηγηθεί το πλεόνασμα της ύλης που δημιουργήθηκε κατά τη γέννηση του σύμπαντος. Αυτό, όμως, απαιτεί πολύ μεγαλύτερη παραβίαση της συμμετρίας από όσο η διπλά σπασμένη CP συμμετρία, που βρήκαν στο πείραμα με το καόνιο οι Cronin και Fitch. Ωστόσο, χρειαζόταν μια ερμηνεία και το σημαντικά μικρότερο σπάσιμο της συμμετρίας CP των καονίων. Αλλιώς, θα μπορούσε να απειληθεί όλο το Στάνταρτ Μοντέλο. Το ερώτημα του γιατί οι συμμετρίες σπάνε ήταν ένα μυστήριο που παρέμεινε μέχρι το 1972, όταν δύο νέοι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Κιότο, οι Makoto Kobayashi και Toshihide Maskawa, που ήταν καλοί γνώστες στους υπολογισμούς της κβαντικής φυσικής, βρήκαν τη λύση σε ένα πίνακα 3 x 3.

Πώς γίνεται αυτή η διπλή διάσπαση της συμμετρίας; Κάθε καόνιο αποτελείται από ένα κουάρκ strange και ένα αντι-κουάρκ αντι-down. Η ασθενής δύναμη τα κάνει να αλλάζουν την ταυτότητα τους ξανά και ξανά: το κουάρκ γίνεται αντι-κουάρκ ενώ το αντικουάρκ γίνεται κουάρκ, μετατρέποντας έτσι το καόνιο σε αντι-καόνιο.. Με τον τρόπο αυτό το καόνιο μεταστρέφεται σε αντικαόνιο και αυτό πάλι σε καόνιο. Αλλά βρεθούν στο δρόμο ορισμένες συνθήκες θα σπάσει η συμμετρία μεταξύ ύλης και αντιύλης. Οι Kobayashi και Maskawa υπολόγισαν την μήτρα που περιέχει πιθανότητες για να περιγράψουν πως γίνεται η μετατροπή του κουάρκ.

Αποδείχθηκε ότι τα κουάρκ και αντικουάρκ αντάλλαζαν την ταυτότητα τους μέσα στην ίδια τη οικογένεια (top/αντι-top κλπ). Αν αυτή η ανταλλαγή της ταυτότητας με διπλή διάσπαση της συμμετρίας ήταν να διεξαχθεί μεταξύ ύλης και αντιύλης, ήταν απαραίτητο να συμμετάσχει ακόμη μια οικογένεια κουάρκ εκτός από τις άλλες δύο. Αυτή όμως ήταν μια τολμηρή ιδέα, και το Καθιερωμένο Μοντέλο την πήρε σοβαρά υπ’ όψιν του αυτή την ιδέα για το νέο κουάρκ, που εμφανίστηκε, όπως προέβλεψαν οι φυσικοί στα πειράματα λίγο αργότερα. Το κουάρκ charm ανακαλύφθηκε το 1974, το bottom το 1977 και τελευταία το top κουάρκ το 1994.

Τα μεσόνια ‘μεσίτες’ προσφέρουν την απάντηση

Είναι δυνατόν, η εξήγηση της διάσπασης της CP-συμμετρίας παρέχει επίσης ένα λόγο ύπαρξης για τη δεύτερη και την τρίτη οικογένεια σωματιδίων. Αυτές μοιάζουν με την πρώτη οικογένεια, από πολλές απόψεις, αλλά είναι τόσο βραχύβια που δεν μπορούν να σχηματίσουν τίποτα που να διαρκεί στον κόσμο μας. Υπάρχει η πιθανότητα ότι αυτά τα ιδιότροπα σωματίδια εκπλήρωσαν τις πιο σημαντικές λειτουργίες τους στις απαρχές του χρόνου, όταν η παρουσία τους εξασφάλισε την σπασμένα συμμετρία όταν η ύλη κέρδισε τον αγώνα έναντι της αντιύλης. Πώς η φύση έλυσε αυτό το πρόβλημα είναι, όπως προαναφέρθηκε, κάτι που δεν γνωρίζουμε ακόμη λεπτομερώς. Η σπασμένη συμμετρία πρέπει να αναπαράγεται πολλές, πολλές φορές, για να δημιουργήσει όλη την ύλη, που μας δίνει τα διάσπαρτα άστρα στον ουρανό.

Οι Kobayashi Maskawa και η θεωρία τους ανέφερε επίσης ότι θα πρέπει να είναι δυνατό να μελετηθεί μια σημαντική παραβίαση της συμμετρίας στα σωματίδια Β-μεσόνια, που είναι δέκα φορές βαρύτερα από όσο τα ξαδέλφια τους, τα καόνια. Ωστόσο, η διάσπαση της συμμετρίας παρουσιάζεται εξαιρετικά σπάνια στα B-μεσόνια, γι αυτό και απαιτούνται τεράστιες ποσότητες από τα σωματίδια αυτά για να βρεθούν μερικά μόνο που να σπάει η συμμετρία. Δύο γιγάντιες κατασκευές φιλοξενούν τους ανιχνευτές σωματιδίων BaBar στον επιταχυντή SLAC του Στάνφορντ και το Belle στον επιταχυντή KEK στην Ιαπωνία, όπου παράγονται περισσότερα από ένα εκατομμύριο B-μεσόνια την ημέρα, προκειμένου να παρακολουθήσουν την διάσπαση τους λεπτομερώς. Ήδη από το 2001, δύο ανεξάρτητα πειράματα επιβεβαίωσαν την παραβίαση της συμμετρίας στα B-μεσόνια, ακριβώς όπως είχε προβλέψει το μοντέλο των Kobayashi και Maskawa σχεδόν 30 χρόνια νωρίτερα.

Αυτό σήμαινε την ολοκλήρωση του Στάνταρτ Μοντέλου, που έχει δουλέψει καλά για πολλά χρόνια. Σχεδόν όλα τα χαμένα κομμάτια από το παζλ έχουν πάει στη θέση του, σε συμφωνία με τις πιο τολμηρές προβλέψεις.

Η συμμετρία βρίσκεται κρυμμένη κάτω από την αυθόρμητη παραβίαση

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το Καθιερωμένο Μοντέλο περιλαμβάνει όλα τα γνωστά στοιχειώδη σωματίδια και τρεις από τις τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις. Αλλά γιατί είναι τόσο διαφορετικές αυτές οι δυνάμεις; Και γιατί τα σωματίδια έχουν τόσο διαφορετικές μάζες; Το πιο βαρύ σωματίδιο, το top κουάρκ, είναι πάνω από 300.000 φορές βαρύτερο από το ηλεκτρόνιο. Γιατί αυτά έχουν μάζα; Η ασθενής δύναμη ξεχωρίζει από αυτή την άποψη και πάλι: τα σωματίδια φορείς της δύναμης αυτής, W και Z, είναι πολύ βαρύτερα, ενώ το φωτόνιο, που μεταφέρει την ηλεκτρομαγνητική δύναμη, δεν έχει καθόλου μάζα.

Οι περισσότεροι φυσικοί πιστεύουν ότι μια άλλη αυθόρμητη διάσπαση συμμετρίας, που ονομάζεται μηχανισμός Higgs, κατέστρεψε την αρχική συμμετρία μεταξύ των δυνάμεων και έδωσε στα σωματίδια τη μάζα τους στα πολύ πρώιμα στάδια του σύμπαντος.

Ο δρόμος για την ανακάλυψη αυτή χαράχθηκε από τον Yoichiro Nambu το 1960, όταν τότε ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την αυθόρμητη παραβίαση της συμμετρίας στην φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων. Και γι αυτή την ανακάλυψη πήρε το βραβείο Νόμπελ Φυσικής. Αρχικά, ο Nambu εργάστηκε με θεωρητικούς υπολογισμούς για ένα άλλο αξιοσημείωτο φαινόμενο της φυσικής, την υπεραγωγιμότητα, όταν το ηλεκτρικό ρεύμα ρέει χωρίς καμία αντίσταση. Η αυθόρμητη παραβίαση της συμμετρίας που περιγράφει την υπεραγωγιμότητα αργότερα μεταφέρθηκε από το Nambu στον κόσμο των στοιχειωδών σωματιδίων, και τα μαθηματικά του εργαλεία σήμερα διαπερνούν όλες τις θεωρίες σχετικά με το Καθιερωμένο Μοντέλο.

Μπορούμε να δώσουμε πολλά παραδείγματα αυθόρμητης παράβασης της συμμετρίας από την καθημερινή ζωή. Ένα μολύβι που στηρίζεται σε ένα σημείο (στη μύτη του), μπορεί να πέσει σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, δηλαδή όλες οι κατευθύνσεις είναι ισοδύναμες γι αυτό και υπάρχει τέλεια συμμετρία. Αλλά αυτή η συμμετρία χάνεται, όταν πέφτει – τώρα μετράει μόνο μία κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, η κατάστασή του έχει γίνει πιο σταθερή, το μολύβι δεν μπορεί να πέσει πιο κάτω, θα έχει φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο της ενέργειας.

Ένα κενό έχει το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο ενέργειας στο σύμπαν. Στην πραγματικότητα, ένα κενό στη φυσική είναι ακριβώς μια κατάσταση με τη μικρότερη δυνατή ενέργεια. Αλλά δεν είναι το κενό άδειο από οτιδήποτε. Από την ημερομηνία γέννησης της κβαντικής φυσικής, το κενό ορίζεται ως γεμάτο από μία σούπα σωματιδίων που αναδύονται στον πραγματικό κόσμο για πολύ λίγο και μετά εξαφανίζονται αμέσως. Εμείς περιτριγυριζόμαστε από πολλά και διαφορετικά κβαντικά πεδία σε όλο το χώρο, οι δε τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις της φύση περιγράφονται επίσης ως πεδία. Ένα από αυτά, το βαρυτικό πεδίο, είναι γνωστό σε όλους μας.

Ο Nambu αναγνώρισε σε σύντομο χρονικό διάστημα ότι οι ιδιότητες του κενού έχουν ενδιαφέρον για τις μελέτες της αυθόρμητης διάσπασης της συμμετρίας. Ένα κενό, δηλαδή, η πιο χαμηλή ενεργειακή κατάσταση, δεν αντιστοιχεί στην πιο συμμετρική κατάσταση. Όπως και με το μολύβι που έπεσε, η συμμετρία του κβαντικού πεδίου έχει σπάσει και έχει επιλεγεί μόνο μία από τις πολλές δυνατές κατευθύνσεις του πεδίου. Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν βελτιωθεί οι μέθοδοι του Nambu για την επεξεργασία της αυθόρμητης παραβίασης της συμμετρίας στο Καθιερωμένο Μοντέλο, και γι αυτό συχνά χρησιμοποιούνται σήμερα για τον υπολογισμό των φαινομένων της ισχυρής δύναμης.

Το Higgs προσφέρει μάζα στα σωματίδια

Το ζήτημα της μάζας των στοιχειωδών σωματιδίων έχει, επίσης, απαντηθεί από την αυθόρμητη διάσπαση της συμμετρίας του υποθετικού πεδίου Higgs. Εκτιμάται ότι κατά το Big Bang το πεδίο Higgs ήταν απολύτως συμμετρικό και όλα τα σωματίδια είχαν μηδενική μάζα. Αλλά το πεδίο Higgs, σαν το μολύβι που στέκεται στη μύτη του, δεν ήταν σταθερό, οπότε όταν το σύμπαν ψύχθηκε, το πεδίο πήγε στο χαμηλότερο επίπεδο της ενέργειας του, στο δικό του κενό, σύμφωνα με τον κβαντικό ορισμό. Η συμμετρία εξαφανίστηκε και το πεδίο Higgs έγινε σαν ένα είδος σιρόπι για τα στοιχειώδη σωματίδια. Τα τελευταία απορρόφησαν διαφορετικά ποσά του πεδίου και γι αυτό πήραν διαφορετικές μάζες. Ορισμένα, όπως το φωτόνιο, δεν προσελκύστηκαν από το πεδίο και παρέμειναν χωρίς μάζα. Αλλά γιατί τα ηλεκτρόνια απέκτησαν μάζα είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, που κανένας δεν έχει απαντήσει ακόμα.

Όπως και τα άλλα κβαντικά πεδία, έτσι και το πεδίο Higgs έχει το δικό του εκπρόσωπο, δηλαδή το σωματίδιο Higgs. Οι φυσικοί είναι πρόθυμοι να βρούνε αυτό το σωματίδιο στον πιο ισχυρό επιταχυντή σωματιδίων του κόσμου, το ολοκαίνουριο LHC στο CERN της Γενεύης. Είναι πιθανό να ανιχνευτούν πολλά διαφορετικά σωματίδια Higgs – ή και να μην υπάρχει καθόλου. Οι φυσικοί είναι έτοιμοι να επεκτείνουν το στάνταρτ Μοντέλο με την υπερσυμμετρική θεωρία, που είναι μια αγαπημένη θεωρία σε πολλούς φυσικούς. Υπάρχουν ασφαλώς κι άλλες θεωρίες, μερικές είναι περισσότερο ή λιγότερο εξωτικές. Σε κάθε περίπτωση, είναι πιθανό να είναι συμμετρικές, παρόλο που η συμμετρία μπορεί να μην είναι τόσο εμφανής με πρώτη ματιά. Αλλά αυτή είναι εκεί, κρατώντας την κρυμμένη σε φαινομενικά μπερδεμένη εμφάνιση.

Πηγή: σελίδα των Νόμπελ

Μια εισαγωγή στις συμμετρίες

Στο χώρο των σωματιδίων, υπάρχουν τρεις κύριες συμμετρίες. Ο κατοπτρισμός ως προς τον χρόνο T (Τime Reversal), ο κατοπτρισμός ως προς το χώρο (Space Inversion), που λέγεται ομοτιμία P (Parity) και τέλος ο κατοπτρισμός ως προς το φορτίο C (Charge Conjugation). Και οι τρείς λέγονται με μία λέξη CPT.

Το νόμο της διατήρησης της ομοτιμίας (parity) είχε ανακαλύψει ο Eugene Wigner την δεκαετία του 1930 κι έγινε αναπόσπαστο μέρος της Κβαντικής Φυσικής. Η ομοτιμία P που δεν συναντάται στην κλασσική Φυσική, περιγράφει δύο τιμές που μπορεί να πάρει ένα σωμάτιο. Την άρτια και την περιττή. Και η διατήρηση της κράτησε μέχρι το 1956.

Το αναλλοίωτο των φυσικών νόμων ως προς την συζυγία του ηλεκτρικού φορτίου, είναι κάτι το αποδεδειγμένο στην Φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων. Καμιά αλλαγή δεν παρατηρείται στην κίνηση ενός φορτίου αν αλλάξει το πρόσημο του και ταυτόχρονα η διεύθυνση του ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου μέσα στο οποίο κινείται. Οι φυσικοί νόμοι παρουσιάζονται να είναι αναλλοίωτοι στην αλλαγή των πρόσημων όλων των φορτίων. Κι αυτό αναφέρεται σαν συζυγία φορτίου. Η συζυγία αυτή έχει ισχύ γιά όλες τις αλληλεπιδράσεις εκτός των ασθενών αλληλεπιδράσεων όπως έγινε και στην περίπτωση της ομοτιμίας. Γιατί η μη ισχύς της συμμετρίας της ομοτιμίας συνεπάγεται ταυτόχρονα στις ίδιες ασθενείς αλληλεπιδράσεις και τη μη ισχύ της συμμετρίας του φορτίου.

Ένα σπουδαίο θεώρημα της Φυσικής, το CPT, λέει ότι οι νόμοι της Φυσικής πρέπει να παραμένουν ανεπηρέαστοι (αναλλοίωτοι) από την αλλαγή και των τριών συμμετριών με των αντιστοίχων σωματιδίων. Επί παραδείγματι, στο θεώρημα αυτό στηρίζεται η ιδέα ότι η εκπομπή ενός σωματιδίου είναι απολύτως ισοδύναμη με την απορρόφηση, του συζυγές του αντι-σωματιδίου.

Το 1956 όμως δύο Αμερικανοί Φυσικοί, ο Lee και ο Yang, υπέθεσαν ότι η ασθενής πυρηνική αλληλεπίδραση δεν υπακούει στη συμμετρία Ρ, γιατί το σωματίδιο φορέας της ασθενούς αλληλεπίδρασης μποζόνιο W, έχει μάζα και φορτίο. Αυτό σημαίνει ότι η ασθενής αλληλεπίδραση ανάγκασε το Σύμπαν να εξελιχθεί διαφορετικά απ’ό,τι θα εξελίσσονταν το κατοπτρικό του Σύμπαν. Την θεωρία αυτή, την επιβεβαίωσε πειραματικά και η συνεργάτιδα τους κυρία Wu το 1957, στην διάσπαση βήτα.

Ανακαλύφθηκε επίσης ότι η ασθενής αλληλεπίδραση δεν υπακούει και στην συμμετρία C. Αυτό σημαίνει ότι ένα Σύμπαν με αντισωματίδια εξελίσσεται διαφορετικά από το δικό μας.

Οι Φυσικοί όμως πίστευαν ότι θα μπορούσε η ασθενής αλληλεπίδραση, να υπακούει στη συνδυασμένη συμμετρία CP, παρόλο που και οι δύο συμμετρίες δεν ισχύουν. Τα πειράματα όμως έδειξαν ότι δεν ισχύει αυτή η συνδυασμένη συμμετρία.

Συμμετρία ως προς τον χρόνο

Μέχρι το 1964, οι Φυσικοί πίστευαν ότι σε όλα τα μικροσκοπικά φαινόμενα οι δύο κατευθύνσεις του χρόνου είναι απολύτως ισοδύναμες. Έτσι, έπεσε κεραυνός εν αιθρία όταν δύο άλλοι Αμερικανοί Φυσικοί, ο J.Cronin και ο Val Fitch ανακάλυψαν ότι, κατά τη διάσπαση κάποιων σωματιδίων που ονομάζονται Κ-μεσόνια, ακόμη και αυτή η συνδυασμένη συμμετρία CP έπαυε να ισχύει. Και μάλιστα αυτό συνεπάγεται συγχρόνως την παραβίαση, σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, και της αντιστροφής του χρόνου.

Σύμφωνα με κάποιο μαθηματικό θεώρημα κάθε θεωρία που υπακούει στους νόμους της κβαντικής μηχανικής και της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας πρέπει επίσης να υπακούει στην συνδυασμένη συμμετρία CPT. Δηλαδή, το Σύμπαν πρέπει να εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο αν αντικαταστήσουμε τα σωματίδια με τα αντισωματίδια τους, πάρουμε το κατοπτρικό του Σύμπαν και αντιστρέψουμε τον χρόνο.

Ο Cronin και Fitch έδειξαν ότι αν κάνουμε τις δύο πρώτες αντιστροφές C και P κι όχι την αντιστροφή του χρόνου, το Σύμπαν δεν εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο. Η αντιστροφή του χρόνου πρέπει να αλλάζει κάποιους νόμους της Φύσης!. Το Σύμπαν που υπακούει στη συνδυασμένη συμμετρία CPT, αφού δεν υπακούει στη συνδυασμένη συμμετρία CP, δεν πρέπει να υπακούει και στη συμμετρία Τ.

Και οι δύο προαναφερθέντες ομάδες Φυσικών πήραν το βραβείο Nobel για αυτές τις ανακαλύψεις τους. Το 1957 για την παραβίαση της P συμμετρίας οι Lee και Yang και το 1980 οι Cronin και Fitch για την παραβίαση της συμμετρίας CP στα Κ-μεσόνια.

Το συμπέρασμα για το διαστελλόμενο Σύμπαν είναι ότι αν αντιστρέψουμε την κατεύθυνση του χρόνου, τότε το Σύμπαν δεν διαστέλλεται πια αλλά συστέλλεται. Και αφού η αντιστροφή του χρόνου αλλάζει κάποιους νόμους της Φύσης, συμπεραίνουμε ότι αυτοί οι νόμοι μπορεί να είναι η αιτία που μετατρέπονται τα περισσότερα αντι-ηλεκτρόνια σε quarks απ΄ όσα ηλεκτρόνια σε αντι-quarks.

Τι είναι η παραβίαση CP;

Ωστόσο η επιστημονική βιομηχανία των κατηγοριών που έχει αναπτυχθεί γύρω από την CP παραβίαση άρχισε με μία ανύποπτη ανακάλυψη το 1964. Πριν από το πείραμα, για το οποίο κέρδισαν βραβείο Nobel οι Dr. James Cronin και Dr. Val Fitch το 1980,

Μέχρι το 1964 οι επιστήμονες ήταν βέβαιοι ότι οι νόμοι της Φυσικής υπάκουαν ακριβώς σε αυτό που ονομάζεται CP συμμετρία. Τότε έγινε μία ανύποπτη ανακάλυψη για τα καόνια από τους James Cronin και Dr. Val Fitch που ανέτρεψαν το σκηνικό.

Για να καταλάβουμε τη συμμετρία CP κάνουμε την παρακάτω φανταστική διαδικασία: Πρώτα παίρνουμε όλα τα σωματίδια και αντιστρέφουμε το φορτίο τους (ο όρος “C”) από θετικό σε αρνητικό και αντίστροφα (για τα αντισωματίδια). Τότε αλλάζουμε στα σωματίδια το αριστερόστροφο σπιν και το μετατρέπουμε σε δεξιόστροφο (ο όρος “P”) και αντίστροφα. Αν τώρα τα νέα σωματίδια που θα προκύψουν συμπεριφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο με τα παλιά, τότε οι νόμοι της Φυσικής είναι αναλλοίωτοι στην CP μεταβολή.

Επειδή η CP διαδικασία αλλάζει κάθε σωματίδιο στο αντισωματίδιο του, η CP συμμετρία σημαίνει ότι οι φυσικοί νόμοι είναι ακριβώς ίδιοι για την ύλη και την αντιύλη. Οι Cronin, και Fitch άλλαξαν τελείως την εικόνα που είχε ο κόσμος για την συμμετρία, όταν βρήκαν πως τα καόνια μερικές φορές διασπώνται με τρόπο που παραβίαζε αυτό τον κανόνα. Αργότερα δύο Ιάπωνες θεωρητικοί, οι Makoto Kobayashi και Toshihide Maskawa, έδειξαν πως το Καθιερωμένο Μοντέλο θα μπορούσε να τροποποιηθεί για να στεγάσει αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά ακόμη κι αν η αλλαγή της θεωρίας θα φέρει την CP παραβίαση σε άλλα σωματίδια, οι πειραματιστές δεν έχουν ακόμη σαφώς ανιχνεύσει αυτή την παραβίαση σε άλλα σωματίδια πλην των καονίων.

Αργότερα φυσικοί στους επιταχυντές του KEK και Stanford έφτιαξαν ζεύγη B μεσονίων και αντι-Β μεσονίων, συγκρούοντας μαζί ηλεκτρόνια και ποζιτρόνια. Τα ηλεκτρόνια με τα ποζιτρόνια επιταχύνονται σε υψηλές ενέργειες σε ένα γραμμικό επιταχυντή και τότε μεταπηδούν σε ένα κυκλικό δακτύλιο, όπου περιστρέφονται σε αντίθετες κατευθύνσεις και συντρίβονται μαζί.

Σε μια στροφή μέσα στην πειραματική διάταξη, τα ηλεκτρόνια και τα ποζιτρόνια ρίχνονται με ελαφρά διαφορετικές ενέργειες ώστε τα B μεσόνια, όταν δημιουργηθούν, να κινούνται σταθερά σε μια κατεύθυνση με περίπου τη μισή ταχύτητα του φωτός, αντί να παραμένουν ακίνητα. Η κίνηση αυτή γίνεται με ένα έξυπνο τρόπο για να καθυστερήσουν το μεσόνιο, και τότε το αντισωματίδιο του να διασπαστεί σε μια δέσμη σωματιδίων.

Μόλις κινούνται τα Β μεσόνια, η απόσταση που έχουν ταξιδεύσει δίνει ένα μέτρο του χρόνου μέσα στον οποίο γίνονται οι διασπάσεις. Συγκρίνοντας τον χρόνο λεπτομερώς, που εξαρτάται από τις διασπάσεις των Β και των αντι-Β μεσονίων, οι φυσικοί μπορούν να ψάξουν για αποδείξεις μιας ασυμμετρίας που θα αποδεικνύει ότι συμμετέχει η CP παραβίαση στα μεσόνια. Και το 2001 επιβεβαιώθηκε η παραβίαση της συμμετρίας και στα B-μεσόνια, ακριβώς όπως είχε προβλέψει το μοντέλο των Kobayashi και Maskawa σχεδόν 30 χρόνια νωρίτερα.

Αυθόρμητη διάσπαση της συμμετρίας

Η αυθόρμητη διάσπαση της συμμετρίας στη Φυσική συμβαίνει όταν ένα σύστημα που είναι συμμετρικό σε σχέση με κάποια ομάδα συμμετρίας πηγαίνει σε μια κατάσταση που δεν είναι συμμετρική. Σε αυτό το σημείο το σύστημα δεν φαίνεται να συμπεριφέρεται με τρόπο συμμετρικό. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο φυσικά συμβαίνει σε πολλές καταστάσεις. Η ομάδα συμμετρίας μπορεί να είναι διακριτή, όπως είναι ο χώρος ομάδας ενός κρυστάλλου, ή συνεχής (π.χ. μια ομάδα Lie), όπως είναι η περιστροφική συμμετρία του χώρου.

Ένα κοινό παράδειγμα για να εξηγηθεί το φαινόμενο αυτό είναι μια μπάλα που κάθεται στην κορυφή ενός λόφου. Αυτή η μπάλα είναι σε τελείως συμμετρική κατάσταση. Ωστόσο, δεν είναι σε σταθερή κατάσταση: η μπάλα μπορεί εύκολα να κυλήσει κάτω από το λόφο. Σε κάποιο σημείο, η μπάλα αυθόρμητα θα κυλήσει προς κάτω στη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η συμμετρία αυτή έχει διασπαστεί γιατί η κατεύθυνση που η μπάλα κυλάει κάτω έχει τώρα ξεχωρίσει από τις άλλες κατευθύνσεις.

Δηλαδή το σπάσιμο της συμμετρίας στη Φυσική περιγράφει ένα φαινόμενο όπου απειροελάχιστες μικρές διακυμάνσεις που δρουν σε ένα σύστημα που διέρχεται ένα κρίσιμο σημείο, αποφασίζει την τύχη του συστήματος, καθορίζοντας ποιον δρόμο από ένα σύνολο δυνατών δρόμων θα πάρει. Για έναν εξωτερικό παρατηρητή που αγνοεί τις διακυμάνσεις (το “θόρυβο”), η επιλογή αυτή θα εμφανιστεί ότι είναι αυθαίρετη. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται “σπάσιμο της συμμετρίας”, γιατί αυτές οι μεταβάσεις συνήθως θέτουν το σύστημα από μια κατάσταση διαταραχής (μη τάξης) σε μία από τις δύο πιο ομαλές, λιγότερο πιθανές καταστάσεις. Επειδή η διαταραχή είναι πιο συμμετρική με την έννοια ότι μικρές διακυμάνσεις σε αυτήν δεν αλλάζουν τη συνολική της εμφάνιση, η συμμετρία ‘σπάει’.

Παραδείγματα αυθόρμητης διάσπασης της συμμετρίας

Για τα σιδηρομαγνητικά υλικά, οι νόμοι που την περιγράφουν είναι αμετάβλητοι σε χωρικές περιστροφές. Εδώ, η ρυθμιστική παράμετρος είναι η μαγνήτιση, που μετρά την πυκνότητα του μαγνητικού διπόλου. Πάνω απ’ τη θερμοκρασία Curie, η μαγνήτιση είναι μηδέν, που είναι χωρικά αμετάβλητη και δεν υπάρχει διάσπαση συμμετρίας. Κάτω από τη θερμοκρασία Curie, ωστόσο, η μαγνήτιση αποκτά σταθερή (στην ιδεατή κατάσταση όπου έχουμε πλήρη ισορροπία) μη μηδενική τιμή, η οποία δείχνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι παραμένουσες περιστροφικές συμμετρίες, που αφήνουν τον προσανατολισμό αυτού του διανύσματος αμετάβλητο, παραμένουν αδιάσπαστες αλλά οι άλλες περιστροφές αυθόρμητα διασπώνται.

Οι νόμοι της φυσικής είναι χωρικά αμετάβλητοι, αλλά εδώ στην επιφάνεια της Γης, έχουμε ένα πεδίο βαρύτητας, που μας δείχνει ποια κατεύθυνση είναι η ‘κάτω’, σπάζοντας την πλήρη περιστροφική συμμετρία. Αυτό εξηγεί γιατί το πάνω, το κάτω και οι κατακόρυφες διευθύνσεις είναι όλες “διαφορετικές”, αλλά όλες οι οριζόντιες κατευθύνσεις είναι ακόμη ισοτροπικές.

Η ασθενής και η ηλεκτρομαγνητική δύναμη φαίνονται πολύ διαφορετικές σήμερα που το σύμπαν έχει σχετικά χαμηλή θερμοκρασία. Αλλά όταν το Σύμπαν ήταν πολύ θερμότερο, έτσι ώστε η θερμική ενέργεια ισορροπίας ήταν της τάξεως των 100 GeV, αυτές τις δυνάμεις μπορεί να φαίνονταν ουσιαστικά ταυτόσημες – μέρος της ίδιας ενωμένης ηλεκτρασθενούς δύναμης. Αλλά επειδή το σωματίδιο φορέας του ηλεκτρομαγνητικού τμήματος της (ενωμένης δύναμης) είναι το άμαζο φωτόνιο και τα σωματίδια φορείς για την ασθενή αλληλεπίδραση είναι τα σωματίδια W και Z που έχουν μάζα, η συμμετρία αυθόρμητα έσπασε όταν η διαθέσιμη ενέργεια μειώθηκε κάτω από τα 80 GeV και έτσι η ασθενής και η ηλεκτρομαγνητική δύναμη πήραν σαφώς μια διαφορετική όψη. Το μοντέλο λέει ότι σε ακόμη υψηλότερες θερμοκρασίες, υπάρχει συμμετρία της ηλεκτρασθενούς με την ισχυρή αλληλεπίδραση, η μεγάλη ενοποίηση των δυνάμεων. Και ακόμη σε υψηλότερη, ίσως και οι τέσσερις δυνάμεις (μαζί με την βαρύτητα) ήταν ενωμένες κάτω από μια ενιαία δύναμη.

Οι έξι μεγάλες προκλήσεις των επόμενων 20 χρόνων

Ποιά είναι τα καυτά ζητήματα της Φυσικής σήμερα; Έξι κορυφαίοι φυσικοί σε διάφορους τομείς δίνουν τις απαντήσεις τους. Και επειδή οι θεωρητικοί είναι πιο ευτυχείς να κάνουν υποθέσεις από ό,τι οι πειραματικοί φυσικοί, γι αυτό και κυριαρχούν τα θεωρητικά θέματα.

Όμως απουσιάζουν από τις απαντήσεις αυτές πολλές και σημαντικές περιοχές της επιστήμης – η φυσική του περιβάλλοντος, ο κβαντικός υπολογισμός, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η φυσική της συμπυκνωμένης ύλης κλπ. Το αποτέλεσμα λοιπόν δεν αντανακλά πλήρως τι περιμένουμε σε κάθε κλάδο, ωστόσο, με ολοένα και πιο κατακερματισμένη σε επιμέρους τομείς τη φυσική, είναι σχεδόν αδύνατο να συλλάβουμε τη μελλοντική κατεύθυνση της επιστήμης στο σύνολο της.

Στις απαντήσεις υπάρχει ένα πεδίο – η θεωρία δικτύου – που ήταν σχεδόν ανύπαρκτη πριν από δύο δεκαετίες. Κάποια άλλα, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρίας χορδών και εύλογα της κβαντικής θεωρίας πεδίου, ήταν ακόμη στα σπάργανα πριν από 20 χρόνια συγκριτικά με εκεί που είναι σήμερα.

Πού θα οδηγηθούμε στο μέλλον; Οι προβλέψεις στη Φυσική μπορεί να είναι και προβληματικές – στα τέλη του 19ου αιώνα οι άνθρωποι είχαν την πεποίθηση ότι στη Φυσική μερικές μόνο εκκρεμότητες υπήρχαν για να λυθούν – αλλά εδώ οι απόψεις των έξι ερευνητών δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου.

1. Η εμφάνιση της θεωρίας του δικτύου

Ένα πρόσφατο σημαντικό φαινόμενο στον τομέα των πολύπλοκων συστημάτων ήταν η εμφάνιση της θεωρίας του δικτύου. Τα περισσότερα πραγματικά πολύπλοκα συστήματα – από το κύτταρο έως το Web, αλλά και τα κοινωνικά συστήματα – έχουν ένα δίκτυο πίσω τους που μας λέει πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους τα στοιχεία του συστήματος. Με δεδομένες τις διαφορές μεταξύ αυτών των συστημάτων – τόσο ως προς τη φύση των συστατικών όσο και τη λειτουργία του όλου συστήματος – δεν θα περιμέναμε να υπάρχουν εγγενείς ομοιότητες μεταξύ τους. Ωστόσο, με τον καινούργιο αιώνα, οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει ότι η βασική δομή των δικτύων αυτών είναι μάλλον παρόμοια: τα περισσότερα έχουν μια τοπολογία χωρίς κλίμακα (ο αριθμός των συνδέσεων ανά κόμβο, ακολουθεί ένα νόμο της ισχύος), εμφανίζουν υψηλό βαθμό ομαδοποίησης, και η απόσταση μεταξύ των κόμβων είναι μικρή (ιδιότητα του μικρόκοσμου). Έχουμε συνειδητοποιήσει πως τα θέματα του δικτύου, όχι μόνο θέτουν νέα ερωτήματα, αλλά και μας οδήγησαν να επανεκτιμήσουμε πώς περιγράφεται ένα σύνθετο σύστημα.

Ένα άλλο βασικό ερώτημα αφορά την ανθρώπινη δυναμική. Η περιγραφή και πρόβλεψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς μπορεί να μην φαίνεται αρχικά σαν ζητήματα της φυσικής, αλλά πρόσφατα τα εμπειρικά εργαλεία της Φυσικής έχουν αρχίσει να διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Το μέλλον της φυσικής θα καθορίζεται από την ικανότητά μας να ασχοληθούμε με ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για την κοινωνία. Για τους φυσικούς, τέτοια ερωτήματα παραδοσιακά εμπλέκουν προβλήματα όπως η εξεύρεση νέων πηγών ενέργειας ή η ανακάλυψη νέων υλικών, αλλά τώρα το επίκεντρο των ερωτήσεων μετατοπίζεται αργά ολοένα και περισσότερο προς τα διεπιστημονικά προβλήματα στα όρια της φυσικής, των κοινωνικών επιστημών, της βιολογίας και της μηχανικής. Για να μείνει η φυσική επίκαιρη και να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο μεταξύ των επιστημών, θα πρέπει να αγκαλιάσει αυτά τα ζητήματα.

• Του Albert-Laszlo Barabási που είναι διευθυντής του Κέντρου για την Επιστήμη του Δικτύου στο Βορειοανατολικό Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ.

2. Η εξέλιξη των ιατρικών απεικονιστικών τεχνικών στην ιατρική φυσική

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, έχουν επιτευχθεί σημαντικά βήματα στην ικανότητα να παίρνουμε εικόνες κανονικές και νοσούντων δομών στο επίπεδο των ιστών και οργάνων, βελτιώνοντας έτσι σημαντικά τη δυνατότητα να ανιχνεύουμε και να θεραπεύουμε τις αρρώστιες μακροσκοπικά. Αυτά τα πλεονεκτήματα που αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στις απεικονιστικές μεθόδους, όπως η μαγνητική τομογραφία, η υπολογιστική τομογραφία εκπομπής, η ψηφιακή απεικόνιση με ακτίνες Χ, και η απεικόνιση με υπερήχους.

Ταυτόχρονα, έχει κάνει σημαντικά βήματα η δυνατότητα να μελετηθεί η δομική και λειτουργική ακεραιότητα των ιστών σε κυτταρικό και πολυ-κυτταρικό επίπεδο, κυρίως μέσω της ανάπτυξης ενός αριθμού πυρηνικών απεικονιστικών τεχνικών. Αυτές οι πρόοδοι σε αυτό που λέγεται “μοριακή απεικόνιση” δίνει την δυνατότητα να διακρίνουμε τα καρκινικά κύτταρα από τα κανονικα, και να προσδιοριστεί η παρουσία ή η απουσία του καρκίνου μέσα σε κάθε μικροσκοπική περιοχή του ιστού.

Το μεγαλύτερο ανεπίλυτοι πρόβλημα στη φυσική ιατρική είναι πώς να συνδυάσει την πρόοδο της μακροσκοπικής και μικροσκοπικής απεικόνισης, έτσι ώστε να οριστεί το ακριβές περίγραμμα των όγκων κατά το σχεδιασμό και την εκτέλεση της θεραπείας με ακτινοβολία. Είναι ένα χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην οπτικοποίηση των μικροσκοπικών και μακροσκοπικών πτυχών του καρκίνου, και αυτό το χάσμα πρέπει να γεφυρωθεί για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι πρόοδοι στην μοριακή απεικόνιση για τη βελτίωση της θεραπείας της νόσου με πηγές ιονίζουσας ακτινοβολίας.

• Του Bill Hendee φυσικού στο Ιατρικό Κολλέγιο του Wisconsin στην πολιτεία Milwaukee των ΗΠΑ

3. Το κβαντικό κενό

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Αϊνστάιν αντικατέστησε τον αιθέρα με τη θεωρία της σχετικότητας, αλλά ο αιθέρας του 21ου αιώνα – το κβαντικό κενό – εξακολουθεί να μπερδεύει τους φυσικούς. Ο αιθέρας αρχικά θεωρείτο ότι είναι μια πλήρως διεισδυτική ουσία που μεταφέρει το φως (σαν κύμα που ήταν) στο χώρο, όπως ο αέρας μεταφέρει τον ήχο. Ο αιθέρας δε θα εξακολουθεί να υπάρχει έστω κι αν απομακρύνουμε όλο το φως. Τώρα, σύμφωνα με την κβαντική θεωρία πεδίου, η κατάσταση του απόλυτου σκότους, η κατάσταση του κενού, εξακολουθεί να είναι μια φυσική κατάσταση, που γεμίζει εντελώς τον χώρο, σαν τον αιθέρα. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά: Κανένας δεν αντιλαμβάνεται τίποτα αν κινείται με μια σταθερή ταχύτητα σε σχέση με το κβαντική κενό, αλλά κατά τη διάρκεια επιτάχυνσης του το κενό θα πρέπει να ακτινοβολεί, λόγω της τριβής. Το κβαντικό κενό θα πρέπει επίσης να αναγκάζει τις μαύρες τρύπες να εξατμίζονται, διότι στον ορίζοντα γεγονότων της μαύρης τρύπας, παράγονται από το κενό σωματίδια, σε βάρος της μάζας της μαύρης τρύπας.

Κανένα από αυτά τα φαινόμενα δεν έχει παρατηρηθεί ακόμη – είναι τρομακτικά ασθενικά φαινόμενα, αν και θα μπορούσε να αποδειχθεί στο εργαστήριο ανάλογα. Ωστόσο, ορισμένες πτυχές του κβαντικού κενού φαίνονται στην καθημερινή μας ζωή: το κβαντικό κενό αναγκάζει τα πράγματα να κολλάνε. Για παράδειγμα, μια μικρή σαύρα μπορεί να κολλήσει σε μια γυάλινη επιφάνεια, χρησιμοποιώντας μόνο ένα δάχτυλο του ποδιού, επειδή οι μικροτρίχες στο πόδι του κολλούν πάνω στο γυαλί μέσω μιας ασταμάτητης ανταλλαγής εικονικών φωτονίων, που ενώνουν και τα δύο μαζί. Η δύναμη του κενού είναι μικρή και δρα μόνο σε μικρές αποστάσεις, έτσι, ένα είδος μικρής σαύρας χρειάζεται πολλές τρίχες για να ισορροπήσει το βάρος της. Σε ορισμένες εφαρμογές της νανοτεχνολογίας, αυτό το κόλλημα μεταξύ δύο επιφανειών έχει ένα πρόβλημα – κυρίως σε μικρο-ηλεκτρομηχανικά συστήματα που ενσωματώνουν ηλεκτρονικά με κινούμενα μέρη. Γι αυτό η κατανόηση του κβαντικού κενού δεν είναι μόνο μια πρόκληση για την φυσική του 21ου αιώνα, αλλά και για την τεχνολογία του 21ου αιώνα.

• Του Ulf Leonhardt θεωρητικού φυσικού στο Πανεπιστήμιο του St Andrews στη Βρετανία

4. Νερό σε άλλους κόσμους

Γιατί η Γη περιέχει την ακριβή ποσότητα του νερού που θέλει; Μήπως κι άλλοι κόσμοι γύρω από άλλα άστρα περιέχουν παρόμοιες ποσότητες; Αυτά τα θέματα δεν είναι συζητήσιμα. Νερό σε μια ξηρή Γη θα απορροφηθεί εξολοκλήρου από τον πυριτικό μανδύα, αφήνοντας στεγνή την επιφάνεια. Αντίθετα, αν η Γη είχε το διπλάσιο νερό, οι ήπειροι θα μπορούσαν να ήταν βυθισμένες κάτω από το νερό. Η προηγμένη, τεχνολογικής ζωή θα ήταν αδιανόητη για έναν κόσμο κάτω από το νερό, καθώς δεν θα υπήρχαν δελφίνια ή ψάρια που θα μπορούσαν να εφεύρουν μεταλλουργία, υπολογιστές ή κιθάρες. Μήπως η Γη μας περιέχει μια “τυχερή” ποσότητα του νερού;

Η Γη σχηματίστηκε με συσσώρευση σωματιδίων του πυριτίου, του σιδήρου και του νερού που υπήρχαν στον αρχικό πρωτοπλανητικό δίσκο. Η αρχική Γη συσσώρευσε νερό αντίστοιχο με το νερό πολλών ωκεανών κατά τη σύστασή της. Αλλά σήμερα η Γη έχει μόνο το ένα χιλιοστό της μάζας της σε νερό, πολύ λιγότερο από τα πυριτικά άλατα και σίδηρο. Από πού άραγε προέρχεται αυτό το κρίσιμο ποσοστό του νερού;

Μέσα στα πρώτα 100 εκατομμύρια χρόνια της, η Γη αφυδατώθηκε, όταν ένας πλανήτης στο μέγεθος του Άρη τον κτύπησε εξατμίζοντας τους ωκεανούς και στέλνοντας μια τεράστια ποσότητα νερού στο διάστημα. Η Σελήνη σχηματίστηκε από αυτή επίσης τη σύγκρουση. Η Γη έμεινε ένας κατάξηρος πλανήτη, παρόμοια με τον Άρη σήμερα.

Αυτή η ξηρή Γη απόκτησε την σημερινή ποσότητα του νερού από τους αστεροειδείς και κομήτες που την κτυπούσαν συνεχώς. Η βαρύτητα του Δία έδρασε ως βαρυτική σφεντόνα για αυτά τα αντικείμενα και τα διέσπειρε προς όλες τις κατευθύνσεις, και τα λίγα που απέστειλε προς τη Γη άφησαν το νερό τους κατά την ‘προσθαλάσσωση’ τους. Έτσι, η Γη αρχικά έχασε το νερό της, και στη συνέχεια απέκτησε εκ νέου κάποια ποσότητα, όλα εξ αιτίας των συγκρούσεων κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του ηλιακού συστήματος με τις συνεχείς συγκρούσεις.

Άλλες γαίες – κόσμοι που μοιάζουν με τη Γη μας – μπορεί και να μην είναι τόσο τυχερές. Οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι μπορούν να αποκτήσουν οποιαδήποτε ποσότητα νερού από 0,01 έως 100 ωκεανούς. Ένα μικρό μόνο μέρος από αυτές τις γαίες περιλαμβάνει μόνο τη σωστή ποσότητα του νερού για να έχουν και ωκεανούς και ηπείρους. Η μεγάλη διακύμανση του νερού (στα υπολογιστικά μοντέλα) σε αυτές τις άλλες γαίες πηγάζει από τη μάζα και την τροχιά πλανητών σαν τον Δία (αν υπάρχουν βέβαια στα εξωηλιακά πλανητικά συστήματα) που διαταράσσουν τους αστεροειδείς. Το ξυστό κτύπημα των γαιών αυτών από ένα πλανήτη σαν τον Άρη για να τις αποξηράνει είναι ένα τρομακτικό γεγονός, χωρίς το οποίο αυτές οι γαίες θα διατηρούν στην επιφάνεια τους πολλούς ωκεανούς νερού. Κάθε συνοδό άστρο σε ένα δυαδικό σύστημα θα διαταράσσει την κίνηση των αστεροειδών και των κομητών με διαφορετικό τρόπο, παράγοντας διαφορετικές ποσότητες νερού. Η παρουσία των ισοτόπων, όπως το αργίλιο-26 μπορεί να αλλάξει σημαντικά την θερμότητα στο εσωτερικό τους, και ως εκ τούτου την εξάτμιση του νερού από, τους αστεροειδείς και τους κομήτες.

Στο τυχαίο παιχνίδι του πλανητικού σχηματισμού, η Γη είχε δοσοληψίες με πηγές πολύ νερού, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο τους Homo sapiens. Αλλά η καλή τύχη είναι κυκλική: αν η Γη, δεν ήταν και τόσο προικισμένη με το νερό, δεν θα ήμασταν εδώ να το συζητήσουμε.

• Του Geoff Marcy αστρονόμου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ.

5. Το μέλλον της κοσμολογίας

Η κοσμολογία μπορεί να είναι στα πρόθυρα της πιο συναρπαστικής δεκαετίας – ή και της πιο βαρετής. Τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε δει την άνοδο του Καθιερωμένου Μοντέλου της Κοσμολογίας, που περιγράφεται από τη γενική σχετικότητα και τις αλληλεπιδράσεις λίγων στοιχείων: της κανονικής ύλης, της σκοτεινής ύλης και της σκοτεινής ενέργειας, με νύξεις για μια ταχύτατη διαστολή στο πρώιμο σύμπαντος, γνωστής και ως περίοδος του πληθωρισμού. Η απλότητα σε αυτή την περιγραφή είναι παραπλανητική, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε τι είδους σωματίδια είναι αυτά που συνθέτουν τη σκοτεινή ύλη ή τι είναι η σκοτεινή ενέργεια, και δεν ξέρουμε ποιος μηχανισμός είναι υπεύθυνος για την αναλογία με την οποία υπάρχουν στον Κόσμο. Ο στόχος των μεγαλύτερων μελλοντικών κοσμολογικών πρότζεκτ – πχ τα νέα τηλεσκόπια ανίχνευσης της μικροκυματικής ακτινοβολίας σαν το Planck Surveyor, επίγειες έρευνες σαν την Large-Scale Synoptic Survey Telescope και το Square Kilometre Array ή των μελλοντικών δορυφορικών τηλεσκοπίων όπως ο Ευκλείδης (Euclid) ή η αποστολή Joint Dark Energy – είναι η κατανόηση αυτών των στοιχείων παρατηρώντας τις επιδράσεις τους στη συνολική διαστολή του σύμπαντος καθώς και της ανάπτυξης των μεγάλων δομών μέσα σε αυτό.

Στην ιδανική περίπτωση, η επόμενη γενιά των πειραμάτων στην περιοχή των μικροκυμάτων θα παρατηρεί άμεσα το υπόβαθρο της βαρυτικής ακτινοβολίας – μια κρίσιμη υπογραφή της πρώιμης πληθωριστικής εποχής. Οι λεπτομερείς παρατηρήσεις των μακρινών υπερκαινοφανών και του τοπικού σύμπαντος θα μπορούσαν να μας επιτρέψουν να αξιολογήσουμε τις ιδιότητες της σκοτεινής ενέργειας, η οποία φαίνεται να προκαλεί την επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος σήμερα. Ωστόσο, αυτές οι παρατηρήσεις θα μας φέρουν μερικά δεκαδικά ψηφία αύξησης της ακρίβειας για τις κοσμολογικές παραμέτρους που περιγράφουν το σύμπαν, αλλά όχι και την πραγματική κατανόηση της υποκείμενης φυσικής της σκοτεινής ύλης ή της σκοτεινής ενέργειας, και λίγες, αν υπάρχουν, νύξεις σχετικά με την μηχανισμό πίσω από τον πληθωρισμό ή άλλες εποχές στις απαρχές του σύμπαντος.

Ακόμη και με αυτό το σενάριο, αυτό που θα έχουμε σε λίγες δεκαετίες είναι ένας φαινομενικά πιο λεπτομερής χάρτης του σύμπαντος, σε ολοένα μεγαλύτερες εκτάσεις του ουρανού, φθάνοντας πολύ πιο μακριά (και συνεπώς πιο πίσω στο χρόνο) με κάθε νέο τηλεσκόπιο, βλέποντας τελικά τα πρώτα αντικείμενα από το πρωταρχικό αέριο. Η κοσμολογία έτσι θα συνεχίσει να δουλεύει, όπως κάνει τώρα τελευταία, με τα θεωρητικά εργαλεία, τη σωματιδιακή φυσική στο νεαρό σύμπαν και με αστροφυσικές τεχνικές για να κατανοήσει την εξέλιξη των αντικειμένων μέσα στον Κόσμο.

• Του Andrew Jaffe αστροφυσικός στο Imperial College του Λονδίνου

6. Η ολογραφική αρχή και το τοπίο της θεωρίας χορδών

Οι νέες μεγάλες ιδέες που προέκυψαν από την κβαντική βαρύτητα είναι η “ολογραφική αρχή” και το “τοπίο της θεωρίας χορδών”. Η ολογραφική αρχή ήταν το αποτέλεσμα των απόψεων του Stephen Hawking σχετικά με την σύγκρουση μεταξύ της αρχής της ισοδυναμίας και της κβαντικής αρχής της διατήρησης των πληροφοριών. Το αποτέλεσμα είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές έννοιες στη σύγχρονη φυσική: οι βαθμοί ελευθερίας μιας περιοχής του χώρου, αντί να γεμίζουν όλη την περιοχή του χώρου, να βρίσκονται στα όρια της επιφάνειας μόνο. Ένα ολόγραμμα είναι λοιπόν σαν ένα δισδιάστατο λεπτό φιλμ που αποθηκεύει πληροφορίες για μια τρισδιάστατη εικόνα. Αν κοιτάξετε βέβαια το φιλμ αυτό (με τις πληροφορίες για τα τρισδιάστατα αντικείμενα) μέσα από ένα μικροσκόπιο, τότε ότι θα βλέπετε θα είναι ένα τυχαίο σύνολο σημάτων, και τίποτα άλλο. Αλλά αν γνωρίζετε τους κανόνες της κωδικοποίησης, τότε θα μπορείτε να ανακατασκευάσει την στερεά εικόνα που απεικονίζει. Η ολογραφική αρχή λέει ότι ένα τρισδιάστατο σύμπαν είναι σαν μια εικόνα ανακατασκευασμένη, που είναι αποθηκευμένη σε ένα μακρινό μαθηματικό όριο.

Η ολογραφική αρχή έχει ριζικά αναδομήσει τις ιδέες μας για την κβαντική βαρύτητα, τις μαύρες τρύπες, καθώς και τη φύση των θεμελιωδών βαθμών ελευθερίας. Ταυτόχρονα, έχει κλείσει έναν κύκλο ιδεών που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η θεωρία χορδών ξεκίνησε ως θεωρία των αδρονίων – συνηθισμένων υπο-ατομικών σωματιδίων, όπως πρωτόνια και νετρόνια – αλλά τα ίδια μαθηματικά περιγράφουν εξ ίσου καλά αντικείμενα, όπως τα βαρυτόνια και μαύρες τρύπες. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο κύκλος έχει κλείσει τώρα και η θεωρία των μαύρων οπών χρησιμοποιείται τώρα για να εξηγήσει τις ιδιότητες των συγκρουόμενων πυρήνων.

Το τοπίο της θεωρίας χορδών, εν τω μεταξύ, γεννήθηκε μέσα από την αναζήτηση μιας θεωρίας χορδών των στοιχειωδών σωματιδίων. Το σημαντικό γεγονός της θεωρίας χορδών είναι όχι ότι τα στοιχειώδη σωματίδια είναι χορδές, αλλά ότι αυτή προσφέρει ένα είδος DNA που κωδικοποιεί τις ιδιότητες ενός σύμπαντος, με τον ίδιο τρόπο που η αλληλουχία των ζευγαριών των βάσεων στο DNA κωδικοποιεί το βιολογικό φαινότυπο. Ακριβώς όπως υπάρχει ένα τεράστιο τοπίο βιολογικών σχεδίων – όλες δηλαδή οι δυνατές επαναδιευθετήσεις των δεκάδων εκατομμυρίων ζευγών βάσεων στην αλυσίδα του DNA – έτσι και η θεωρία χορδών προβλέπει ένα τεράστιο αριθμό μοντέλων για την επαναδιευθέτηση (αναδιοργάνωση) των στοιχείων που περιέχουν μια συμπαγοποίηση των επιπλέον διαστάσεων. Αναφέρεται συχνά ο αριθμός 10500 των δυνατών συμπάντων-μοντέλων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επαναφερθεί η φιλοδοξία του να βρεθεί μια μοναδική θεωρία χορδών της σωματιδιακής φυσικής, αλλά το προηγούμενο ταιριάζει αρκετά καλά με τις κοσμολογική ιδέες.

Το τοπίο της θεωρίας χορδών φυσικά προσφέρεται για εικασίες για ένα αιώνια πληθωριστικό πολυ-σύμπαν από ‘σύμπαντα-θύλακες” απομονωμένα το ένα από το άλλο με ορίζοντες γεγονότων. Από την άλλη πλευρά, η ολογραφική αρχή προτείνει ότι η συνηθισμένη κβαντική μηχανική έχει νόημα μόνο εντός του ορίζοντα ενός παρατηρητή. Υπάρχει λοιπόν μια σοβαρή ένταση μεταξύ των δύο θεωριών: πώς να περιγράψει κάποιος ένα πολυσύμπαν ολογραφικά

• Του Leonard Susskind θεωρητικός των χορδών στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ

Πηγή: physicsworld

Ελληνίδα μπροστά στην πρόκληση της κβάντωσης της βαρύτητας

Η φυσικός Φωτεινή Μαρκοπούλου-Καλαμάρα έχει αναπτύξει ένα τρόπο για να συνδέσει την σχετικότητα με την κβαντική θεωρία. Μιλάει για τη φυσική σα να μαγειρεύει: ” Η δύναμή μου είναι να συνδυάζω τα πράγματα από το τίποτα”, σχολιάζει. “Παίρνω αυτό το συστατικό και το άλλο και κολλάω κάτι ακόμα. Θέλει τέχνη να μπορείς να συνδυάζεις τα διαφορετικά κομμάτια, έτσι ώστε όταν το μαγείρεμα τελειώσει να βγαίνει από το φούρνο το σωστό Σύμπαν.”

Φωτεινή Μαρκοπούλου-ΚαλαμάραΣτα 31 της χρόνια η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα θεωρείται ως μία από τις πολλά υποσχόμενες νέες φυσικούς. Πρόσφατα πήρε μια θέση στο Ινστιτούτο θεωρητικής φυσικής στο Waterloo, του Ontario του Καναδά. Εκεί δουλεύει μαζί με εξέχοντες φυσικούς όπως ο Robert Myers και ο Lee Smolin.

Η μεγάλη ενοποίηση στην θεωρία Κβαντικής Βαρύτητας με Βρόχους

Η ενοποίηση της σχετικότητας με τη βαρύτητα είναι πιθανόν η μόνη μεγάλη πρόκληση της σύγχρονης φυσικής. Η θεωρία των χορδών θεωρείται βέβαια ο επικρατέστερος υποψήφιος για το σκοπό αυτόν. Αυτή προτείνει ότι οι θεμελιώδεις λίθοι της ύλης είναι μικροσκοπικές μονοδιάσατες χορδές, και ότι οι διάφορες ταλαντώσεις των χορδών, παίζουν το ρόλο των σωματιδίων, που παρομοιάζονται με τις μουσικές νότες των χορδών αυτών.

Αν και η θεωρία χορδών βρίσκει ένα τρόπο να ενσωματώσει την βαρύτητα σε μια κβαντική περιγραφή της ύλης, εντούτοις πολλοί φυσικοί πιστεύουν ότι έχει μειονεκτήματα τα οποία μας εμποδίζουν να την θεωρήσουμε ως τελική θεωρία. Για παράδειγμα, η θεωρία προϋποθέτει μέχρι και 26 χωρικές διαστάσεις, πολλές περισσότερες από αυτές που μας απομένουν να ανακαλύψουμε πειραματικά. Και κάτι ακόμα πιο θεμελιακό, ενώ οι χορδές προσφέρονται για την περιγραφή της ύλης, οι ίδιες δεν εξηγούν τον χώρο μέσα στον οποίο αναπτύσσονται.

Νεότερες εκδόσεις της θεωρίας χορδών μπορεί να διευθετούν αυτό το ζήτημα. Μια ολιγάριθμη ομάδα φυσικών, που περιλαμβάνει τους Smolin, Abhay Ashtekar του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Pennsylvania και Carlo Rovelli του κέντρου θεωρητικής φυσικής της Μασσαλίας, εναποθέτουν μεγαλύτερες ελπίδες σε μια διαφορετική προσέγγιση. Την Κβαντική Βαρύτητα με Βρόχους (LQG). .

Στην LQG, η πραγματικότητα δομείται από βρόχους οι οποίοι αλληλεπιδρούν και συνδυάζονται για να σχηματίσουν αυτά που αποκαλούνται δίκτυα των σπιν. Ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα των δικτύων των σπιν ως αφηρημένων όμως γραφημάτων, ήταν ο Άγγλος μαθηματικός Roger Penrose κατά την δεκαετία του 60. Οι Smolin και Rovelli χρησιμοποίησαν τις καθιερωμένες τεχνικές κβάντωσης για να κβαντώσουν τις εξισώσεις της Γενικής Σχετικότητας και στην προσπάθειά τους αυτή ανακάλυψαν τα δίκτυα των σπιν του Penrose θαμμένα μέσα στα μαθηματικά. Οι κόμβοι και οι πλευρές αυτών των γραφημάτων φέρουν διακριτές μονάδες εμβαδού και όγκου, και δημιουργούν έτσι τον τρισδιάστατο κβαντισμένο χώρο. Αλλά επειδή οι θεωρητικοί ξεκίνησαν με τη Σχετικότητα, απέμεινε ακόμη κάποιο είδος χώρου έξω από τα κβαντικά δίκτυα.

Κώνοι φωτός

Αυτή ήταν η κατάσταση στην LQG στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα, που είναι από την Αθήνα, άρχισε ν’ ασχολείται με το θέμα αυτό. Ενώ ήταν ακόμη προπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάποιος φίλος της συνέστησε να παρακολουθήσει τις διαλέξεις του Chris Isham από το Imperial College του Λονδίνου, ο οποίος ήταν ένας ειδικός στα θέματα της κβαντικής βαρύτητας. Τελικά έκανε και τη διατριβή της με τον Chris Isham πάνω στην κβαντική βαρύτητα πάντα. Στη συνέχεια βρέθηκε κοντά στον Smolin ως μεταδιδακτορική συνεργάτρια.

Η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα προσέγγισε τον επιπλέον χώρο της LQG με το εξής σκεπτικό: Γιατί να μην αρχίσουμε με τα δίκτυα σπιν του Penrose (τα οποία δεν είναι εμβαπτισμένα σε άλλο προϋπάρχοντα χώρο), να εισάγουμε μερικά από τα αποτελέσματα της LQG, και να δούμε τι βγαίνει;

Το αποτέλεσμα ήταν δίκτυα που δεν “κατοικούν” μέσα στο χώρο και δεν είναι φτιαγμένα από ύλη. Αντίθετα μάλλον, η ειδική αρχιτεκτονική τους γεννά το χώρο και την ύλη. Στην εικόνα αυτή δεν υπάρχουν αντικείμενα, παρά μόνο γεωμετρικές σχέσεις. Ο χώρος παύει να είναι ένας τόπος όπου συμβαίνει η κίνηση των σωματιδίων, αλλά αντίθετα γίνεται ένα καλειδοσκόπιο συνεχών αλλαγών δομών και διαδικασιών.

Κάθε δίκτυο σπιν θυμίζει ένα στιγμιότυπο, μια “παγωμένη” στιγμή του Σύμπαντος. Τα δίκτυα των σπιν εξελίσσονται και αλλάζουν με βάση απλούς μαθηματικούς κανόνες, και γίνονται μεγαλύτερα και πιο πολύπλοκα, καθώς προοδευτικά αναπτύσσονται προς τον χώρο μεγάλης κλίμακας μέσα στον οποίο κατοικούμε.

Ακολουθώντας αυτή την εξέλιξη, η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα μπορεί να εξηγήσει τη δομή του χωροχρόνου. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι οι αφηρημένοι βρόχοι μπορούν να παράγουν μερικά από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά της θεωρίας του Einstein. Τους κώνους φωτός, δηλαδή περιοχές του χωροχρόνου όπου το φως ή οτιδήποτε άλλο σωμάτιο μπορεί να φτάσει σε κάποιο γεγονός. Οι κώνοι φωτός μας λένε ότι η αιτία προηγείται του αποτελέσματος. Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε αυτό το συμπέρασμα όταν κοιτάζουμε προς τα επάνω, στον ουρανό, και γνωρίζουμε ότι υπάρχουν αναρίθμητα άστρα που δεν μπορούμε να δούμε γιατί δεν έχει περάσει ακόμα αρκετός χρόνος από τη γέννηση του Σύμπαντος, για να φτάσει το φως τους ως εμάς. Είναι δηλαδή έξω από τον δικό μας κώνο φωτός.

Δεν είναι ωστόσο προφανές, πως οι κώνοι φωτός εμπλέκονται στα δίκτυα των σπιν. Τα δίκτυα αυτά υπόκεινται στους νόμους της κβαντομηχανικής. Σ’ αυτή τη θαυμαστή χώρα της αβεβαιότητας, κάθε δίκτυο έχει τη δυνατότητα να εξελίσσεται σε άπειρα καινούργια, χωρίς να είναι αναγκασμένο να υπακούει στην αιτιότητα. “Δεν ξέραμε, πως να βάλουμε τη σύμβαση της αιτιότητας στη γλώσσα της LQG που χρησιμοποιήσαμε”, λέει ο Smolin. Η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα βρήκε ότι με το να βάλει κώνους φωτός στους κόμβους των δικτύων, η εξέλιξή τους έγινε πεπερασμένη και η αιτιότητα διατηρήθηκε.

Ένα δίκτυο σπιν όμως αναπαριστάνει ολόκληρο το Σύμπαν, και αυτό δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα. Σύμφωνα με την καθιερωμένη ερμηνεία της κβαντομηχανικής, τα αντικείμενα παραμένουν σε ένα καθεστώς πιθανοτήτων μέχρις ότου γίνει κάποια μέτρηση. Αλλά κανείς παρατηρητής δεν μπορεί να βρεθεί ο ίδιος έξω από το Σύμπαν και να παρατηρεί μέσα σ’ αυτό. Πως μπορεί τότε να υπάρχει το Σύμπαν; “Αυτό είναι ένα μπερδεμένο θέμα” λέει η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα.

“Ποιος κοιτάζει στο Σύμπαν;” Για την ίδια, η απάντηση είναι: “Εμείς κοιτάζουμε. Το Σύμπαν περιέχει τους παρατηρητές του στο εσωτερικό που παριστάνονται ως κόμβοι στο δίκτυο.” Η ιδέα της είναι ότι για να χρωματίσεις ολόκληρη τη μεγάλη εικόνα, δεν χρειάζεσαι ένα ζωγράφο μόνο, αλλά πολλούς.” Ειδικότερα, η ίδια αναγνωρίζει ότι οι κώνοι φωτός που έστησε για να εισάγει την αιτιότητα στον κβαντικό χωροχρόνο, θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την προοπτική κάθε παρατηρητή.

Επειδή η ταχύτητα του φωτός είναι πεπερασμένη, ο καθένας μπορεί να δει μόνο μια περιορισμένη φέτα του Σύμπαντος. Η θέση μας μέσα στον χωροχρόνο είναι μοναδική, κι έτσι η φέτα μας είναι ελαφρώς διαφορετική από τη φέτα οποιουδήποτε άλλου. Αν και δεν υπάρχει παρατηρητής που να έχει πρόσβαση σε όλη την πληροφορία μέσα στο Σύμπαν, μπορούμε παρόλα αυτά να κατασκευάσουμε ένα πορτραίτο του Σύμπαντος βασισμένο στη μερική πληροφορία που μπορούμε να λαμβάνουμε.

Πρόκειται για μια όμορφη ιδέα: Ο καθένας μας έχει και το προσωπικό του Σύμπαν. Υπάρχουν όμως αρκετά μέρη που αλληλεπικαλύπτονται. ” Κατά βάση, όλοι μας βλέπουμε περίπου τα ίδια πράγματα” εξηγεί η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα, “και γι’ αυτό βλέπουμε ένα ομαλό Σύμπαν παρά το ότι ο χωροχρόνος είναι κβαντισμένος.”
“Πραγματικά πιστεύω ότι η θεωρητική φυσική μοιάζει με την Τέχνη” καταλήγει η ίδια, η οποία είναι κόρη γλυπτών.

Ο χρόνος για να ελεγχθούν αυτές οι ιδέες πλησιάζει σύντομα. Υπάρχουν βέβαια κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να διευθετηθούν, όπως το πως ερμηνεύεται ο μονοδιάστατος χρόνος που γνωρίζουμε, από την κβαντική αιτιότητα Αλλά αν οι παρατηρήσεις δικαιώσουν τη βασική αντίληψη για τα δικτυώματα των σπιν, η ίδια πιστεύει ότι θα τα καταφέρει να ξεδιαλύνει και αυτούς του κόμπους. ένα πείραμα θα μπορούσε να είναι η παρακολούθηση της πορείας φωτονίων ακτίνων-γ που έρχονται από δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Αν ο χωροχρόνος είναι πραγματικά διακριτός, τότε τα διαφορετικά φωτόνια θα ταξιδεύουν με ελαφρά διαφορετικές ταχύτητες, που εξαρτώνται από το μήκος κύματός τους. Η ίδια τώρα προσπαθεί να λύσει τον γρίφο αυτής της διασποράς ταχυτήτων των φωτονίων.

Αν όλα αυτά είναι αληθινά, οι προβλέψεις της θα αλλάξουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε για τη δομή του χώρου. Αρκετά τεστ της κβαντικής βαρύτητας θα λάβουν χώρα τα προσεχή χρόνια. Μέχρι τότε η Μαρκοπούλου-Καλαμάρα επεξεργάζεται τις ιδέες της και περιμένει να δει τι θα βγάλει ο φούρνος όταν τελειώσει το μαγείρεμα.